Youtube

Youtube
Βρείτε το κανάλι μας στην ψηφιακή πλατφόρμα youtube.

Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2010

ΣΕΦΕΡΗΣ- ΚΑΤΣΙΜΠΑΛΗΣ:Η ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ





• Η έκδοση από τον ΙΚΑΡΟ της δίτομης αλληλογραφίας του Γιώργου Κατσίμπαλη και του Γιώργου Σεφέρη με τον τίτλο «Αγαπητέ μου Γιώργο ,Αλληλογραφία 1924 - 1970» , σε επιμέλεια του Δ.Δασκαλόπουλου (Α’Τόμος 1924-1970 σελ 410., Β’Τόμος 1946-1970 σελ.544), ίσως να συνιστά ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα στον χώρο του πολιτισμού το 2009.(Θα έλεγα ότι είναι το σημαντικότερο αν δεν είχε μεσολαβήσει ,η έκδοση από τις «Εναλλακτικές Εκδόσεις», του έργου του Κ.Παπαιωάννου:Μάρξ και μαρξισμός :Οντολογία και Αλλοτρίωση).
Ο Γ.Κατσίμπαλης ,ο ξεχωριστός «Παλαμιστής», ο «Κολοσσός του Μαρουσιού » , ενέπνευσε και καθόρισε με πολλούς τρόπους όχι μόνο την διαμόρφωση και στην συνέχεια την ανάδειξη του Γ.Σεφέρη , αλλά του συνόλου της γενιάς του ‘ 30.Ο Γ.Σεφέρης μας έχει αφήσει ένα πλήθος επιστολών με στοχαστές και φίλους του , που φωτίζουν την όλη εξέλιξη του. Όμως οι επιστολές του με τον Γ.Κατσίμπαλη – που κράτησαν περίπου 46 χρόνια – έχουν ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον , ακριβώς λόγω της διαρκούς στενής φιλίας των δύο στοχαστών.
Ανάμεσα στα θέματα , που συναντούμε είναι οι δυσκολίες που αντιμετώπισε αρχικά , από την κριτική ,η ποίηση του Σεφέρη. Ας μην μας διαφεύγει ότι καθιερωμένοι κριτικοί , όπως η Άλκης Θρύλος (και άλλοι ποιητές όπως ο Παπατζώνης ,ο Βάρναλης και ο Μελαχροινός ) αντιμετώπισαν ,με καχυποψία ή αρνητικά την πρώτη συλλογή του Γ.Σεφέρη. Ουσιαστικά η πρώτη θετική και εις βάθος κριτική γράφεται από τον Αντρέα Καραντώνη , όταν αυτός ήταν σε ηλικία μόλις 21 ετών και ενώ πενόταν (χαρακτηριστικό γι’ αυτό είναι όσα γράφει ο Κατσίμπαλης σε αρκετές επιστολές όπως στην νούμερο 34/ 21.12.1931), απασχολούμενος σε γλισχρά αμειβόμενος εργασίες 12 ωρών ή ακόμη χειρότερα ευρισκόμενος περιοδικά σε ανεργία (επιστολή Ν.67/21.6.1932). Από αυτή την άποψη η κριτική παρουσία του Καραντώνη δεν είναι λιγότερο εντυπωσιακή από τον νέο ποιητικό λόγο του Γ.Σεφέρη. Αλήθεια σήμερα υπάρχουν νέοι τέτοιας ηλικίας που να είναι σε θέση να διακρίνουν την αξία ενός νέου ποιητή και την παρουσιάσουν σε ένα σωστά τεκμηριωμένο δοκίμιο. Ίσως το παλαιό σχολείο να μπορεί να κατηγορηθεί για πολλά , αλλά τελικά μπορούσε να δημιουργεί καλύτερα ολοκληρωμένες προσωπικότητες .
Ο Γ.Κατσίμπαλης είναι ο εμπνευστής δύο περιοδικών ,στα οποία παρουσιάστηκαν όχι μόνο αντιπροσωπευτικά έργα της γενιάς του ‘ 30 , αλλά και το σώμα των αξιών που κόμισαν στον νεοελληνικό πολιτισμό. Προπολεμικά ήταν ο ιθύνων νους και ο χρηματοδότης του περιοδικού «Τα Νέα Γράμματα» και μεταπολεμικά της « Αγγλοελληνικής Επιθεώρησης».Το δεύτερο , το οποίο εκδίδεται με την βοήθεια των Άγγλων , σταματά την έκδοση του , με την έναρξη του κυπριακού αγώνα -και τελευταίο διευθυντή τον Γ.Σαββίδη ,απόδειξη ότι και οι συνεργασίες με τον ξένο παράγοντα είχαν κάποια σύνορα που τα χάραζαν οι εθνικοαπελευθερωτικοί αγώνες.
Φυσικά οι επιστολές , έχουν ένα προσωπικό τόνο .Αυτό είναι ένα πλεονέκτημα και ένα μειονέκτημα συγχρόνως .Σκέψεις , που κανονικά δεν μπορούν να κοινολογηθούν , διότι ακόμη είναι ανεπεξέργαστες ή περιέχουν προσωπικές επιθέσεις , τώρα γίνονται κτήμα όλων όσων θα τις διαβάσουν .Από την άλλη μπορούμε με αυθεντικό τρόπο να διαπιστώσουμε τον τρόπο , που διαμορφώνονται ,με το πέρασμα του χρόνου , δύο ξεχωριστοί δημιουργοί του νεοελληνισμού.Ο Κατσίμπαλης είναι περισσότερο επιρρεπής από τον Σεφέρη στην αθυροστομία , ενώ από τον φαρμακερό του λόγο λίγοι γλυτώνουν.
Παρότι και ο Σεφέρης και ο Κατσίμπαλης έχουν μια σύνθετη και εις βάθος γνώση των διεθνών ρευμάτων του καιρού τους , διατηρούν ταυτόχρονα μια βαθιά και γνήσια υπαρξιακή σχέση με τον ελληνικό τόπο και πολιτισμό .Ο Κατσίμπαλης σε επιστολή του (Ν.55/5.3.32) προς τον Σεφέρη , του γράφει ότι καταλαβαίνει την νοσταλγία του «για λίγο κοκκινόχωμα και μερικά πευκοβελόνια». Η προσπάθεια να παντρέψουν γόνιμα τον μοντερνισμό και την πρωτοπορία με την λαική παράδοση του τόπου μας είναι ο βασικός παράγοντας που θα διαμορφώσουν το ύφος , την μορφή και τις κύριες επιλογές όχι μόνο του Σεφέρη , αλλά και του συνόλου της γενιάς του ’30.Όπως στην Δύση η ανακάλυψη της τέχνης του τελωνοφύλακα Ρουσσώ , της προκλασσικής και αφρικανικής τέχνης γίνεται η αιτία για να προμηθευθεί η τέχνη νέες μορφές και να διατυπωθεί διαισθητικά κατ’αρχήν η κριτική στον εργαλειακό ορθολογισμό έτσι και στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου η ανακάλυψη του Θεόφιλου και του Μακρυγιάννη ,σημάνει την αντίδραση στον γερμανικό ακαδημαισμό και την φιλόδοξη προσπάθεια να επιτευχθεί μία νέα σύνθεση ανάμεσα στα ζωντανά και αυθεντικά στοιχεία του νεοελληνισμού με τον κριτικό λόγο που διατυπώνεται στην Δύση.
Πολλές πληροφορίες μας δίνονται για τις σχέσεις ανάμεσα σε διαφορετικούς στοχαστές , συχνά και διαφορετικές γενιές .Στην επιστολή του Κατσίμπαλη Ν.43/9.1.1932 αναφέρεται σε συνάντηση του με τον Κ.Παλαμά: «Τις προάλλες ήμουνε στου Παλαμά.Μου ανάφερε καταγοητευμένος κάποιο γράμμα σου και μου ζήτησε να του εξηγήσω κάποιο κομμάτι από κάποιον Αι-Γιάννη που αναφέρεις .Δε μπόρεσα.Ούτε κι αυτός. Πού πήγες και τον ξετρύπωσες πάλι αυτόν τον μυστήριο ;Για τη μελέτη του Καραντώνη μιλήσαμε αρκετά. Είναι κατάπληκτος και κατενθουσιασμένος.Έχει βέβαια αντιρρήσεις για κάποια ελάχιστα ειδικά σημεία (άδολη ποίηση – μαντεύεις) αλλά θαυμάζει ανεπιφύλαχτα την κριτική οξυδέρκεια και το ύφος , ακόμα στην πολεμική που τη θεωρεί περίφημη»(Α’Τόμος σελ.152).
Η επιστολή του Σεφέρη προς τον Κατσίμπαλη 59/18.3.1932 αναφέρει την πικρία του από τις κρίσεις του Παπατζώνη που δημοσιεύθηκαν στην «Καθημερινή»: «Διάβασα και το άρθρο του κ.Παπατζώνη , που είναι μια υστερική κακοήθεια. Κάθισα να του γράψω ένα γράμμα κι αυτό έγινε ένα είδος ανοιχτής επιστολής » (σελ. 203).Πράγματι στις επόμενες σελίδες του τόμου δημοσιεύεται η ανοιχτή επιστολή του Σεφέρη προς τον Παπατζώνη , που όμως σε άλλη επιστολή του (Ν.63/10.4.1932) αναφέρει ότι έχει γραφεί πολύ βιαστικά και «είναι φυσικό να είχε ελλείψεις» .
Σε άλλη επιστολή του Κατσίμπαλη (Ν.62/16.10.1932) , διαβάζουμε ότι τον καταδιώκει η σκέψη του Π.Γιαννόπουλου , και ότι «στις δύο – τρεις φορές που έχω δει τον Παλαμά από τότε που φάνηκε ο «Οδυσσέας » σου στην Νέα Εστία , μου μίλησε ενθουσιαστικά για το ποίημα σου , λέγοντας μου πόσο του άρεσε , εξηγώντας μου το γιατί ( που τώρα δεν το θυμάμαι )…»( Α’Τόμος σελ.262)
Στην επιστολή του Σεφέρη 100/5.8.1933 , από το Λονδίνο ,πνιγμένος από την νοσταλγία για την γενέθλια γη γράφει: «Έχω την εντύπωση –που μπορεί να είναι απατηλή και που εύχομαι να μην είναι – πως , όπως είμαι τώρα , μόνο στον τόπο μου μπορώ κάτι να κάνω δημιουργικά .Μόνο από τον τόπο μου μπορώ να καταλάβω τον άλλο κόσμο » ) ( Α’Τόμος σελ.317)
Στην μεταπολεμική αλληλογραφία περιέχεται η διαμάχη με άλλους διανοούμενους (όπως ο Τίμος Μαλάνος ),ενώ καταγράφεται η προσπάθεια να μεταφραστεί το έργο του Σεφέρη από τον Ν.Βαλαωρίτη, τον Φ.Σέρραντ και άλλους καθώς και να διευκολυνθεί η μελέτη του ξένους στοχαστές όπως ο Ποντάνι.
Η επιστολή του Σεφέρη 212/27.12.1949 αναλύει με έναν ωριμότερο τρόπο , το ποίημα του Κίχλη .Όπως τονίζει «όσο μπορώ να ιδώ ,εκ των υστέρων , όταν έγραφα την «Κίχλη» δεν είχα στη συνείδησή μου τις λεπτομέρειες όπως θα τις σημειώσω τώρα » ( Β’Τόμος σελ.149).
Μπορούμε πολλά ακόμα να πούμε για την αλληλογραφία των δύο στοχαστών. Αλλά τότε αχρείαστα θα μακρυγορούσαμε. Κλείνουμε με δύο επισημάνσεις του Σεφέρη για τον κριτικό λόγο και την Κύπρο.
Γράφοντας για τον κριτικό λόγο του Φ. Σέρραντ επισημαίνει «Δεν πρέπει να περιμένει κανείς από τους ξένους περισσότερα από ότι μπορούν να δώσουν στον τόπο μας. Εκείνο που με απασχολεί πολύ περισσότερο είναι ότι εμείς δε δίνουμε αρκετά .Όταν σκεφθεί κανείς το άθλιο επίπεδο όπου έχει καταντήσει η κριτική μας σκέψη, όταν σκεφθεί πως από αυτή τη σκέψη θα έπρεπε να μπορεί φωτιστεί ο ξένος για τα δικά μας πράγματα ,τι να περιμένει από τον ίδιο τον ξένο » ( Β’Τόμος σελ.307).
Όμως μεγάλος καημός ,το μεγάλο μαράζι του Σεφέρη είναι η Κύπρος: «η Κύπρος είναι ένα μεγάλο κομμάτι Ελλάδα , που οι περισσότεροι ελλαδικοί το’χουν ακουστά από διαβάσματα εφημερίδων » γράφει από την Βηρυττό στις 15.12.1953.Χρειάζεται αγώνας και θυσίες , «συστηματική επίμονη προσπάθεια όλων των Ελλήνων» τονίζει. Στις 26.12.1953 γράφει και πάλι από τηνΒηρυττό «Αρχηγέ, θα με χάσεις , θα με φάει η Κύπρο» ( Β’Τόμος σελ.339).


Σπύρος Κουτρούλης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου