Youtube

Youtube
Βρείτε το κανάλι μας στην ψηφιακή πλατφόρμα youtube.

Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2011

Απάντηση στον ΣΚΑΙ από την ιστοσελίδα PORTA AUREA





Σχόλιο στο πρώτο επεισόδιο της σειράς του «ΣΚΑΪ» για το 1821.



Η αναφορά σε λεπτά και δευτερόλεπτα εντός παρενθέσεων (λ:δλ) αφορά στο αποθηκευμένο βίντεο της εκπομπής στον ιστοτόπο του τηλεοπτικού σταθμού. Ακούμε από τον παρουσιαστή της εκπομπής, συγγραφέα Πέτρο Τατσόπουλο (1:12) ότι οι κάτοικοι της Πελοποννήσου ζούσαν απομονωμένοι επί τέσσερεις αιώνες υπό την «Οθωμανική κυριαρχία» τόσο από τον υπόλοιπο κόσμο όσο και μεταξύ τους. Στην πραγματικότητα οι Έλληνες της Πελοποννήσου έζησαν υπό οθωμανική κυριαρχία γύρω στα 330 χρόνια, ενώ οι μετακινήσεις πληθυσμών ήταν πολύ συχνό φαινόμενο, λ.χ. πληθυσμοί από τη Δ. Μακεδονία μετανάστευαν για την αποφυγή των τουρκικών καταπιέσεων σε ασφαλέστερα μέρη της Ν. Πελοποννήσου. Στη συνέχεια (1:49) ακούμε για «το έθνος της Ελλάδας» αντί για «ελληνικό έθνος»· σαν να πρόκειται για «το έθνος του σατζακίου της Τρίπολης». Ακούμε στην πρώτη εκπομπή για την «ιστορία της γένεσης ενός έθνους» (2:05), δηλαδή μάλλον ότι οι «κάτοικοι» (όχι Έλληνες) «της Πελοποννήσου» απέκτησαν εθνική συνείδηση. Ενώ δηλαδή, ακόμη και ένας Οθωμανός, ο Σουλεϋμάν Πενάχ Εφέντης στα 1770 αποκαλεί «ελληνικές χώρες» την «Ρούμελη»/Βαλκάνια και την «Ανατολία»/Μικρά Ασία (“..Yunanca yani Rumeli ve Anatoli…” γράφει), και ενώ η (ενιαία) Θράκη καλείται Ελλάδα (das Kriechenlannd) από δυτικούς περιηγητές όπως ο Curipeschitz το 1530 και σε αυτήν ανιχνεύονται Έλληνες, στα 2011 ορισμένοι θεωρούν λανθασμένο να γίνεται λόγος για «Έλληνες» αντί για Ρωμηούς/«χριστιανούς κατοίκους της οθωμανικής Ελλάδας», και ο παρουσιαστής κάνει λόγο απλώς για «ελληνόφωνο κόσμο» (46:00) ακόμη και στα 1770. Αναρωτιέται κανείς γιατί ο όρος Τουρκοκρατία είναι λανθασμένος, με δεδομένο ότι οι Οθωμανοί συνάντησαν ισχυρή ή ασθενή αντίσταση κατά την προέλασή τους. Ο παρουσιαστής απορεί (4:00) που νομίζουμε ότι μετά από 400 χρόνια σκλαβιάς οι Έλληνες ξύπνησαν και αποφάσισαν να διώξουν τους Τούρκους, και αναρωτιέται «γιατί οι Έλληνες δεν είχαν επαναστατήσει νωρίτερα;». Όμως οι επαναστάσεις είναι δεκάδες πριν από το 1821· σε κάθε ευκαιρία, κι έτσι έχουμε επαναστάσεις στα 1463, 1466, 1480-1, 1565, 1570-2, 1576, 1585, 1596, 1600, 1611, 1686 (μόνο στους δυο πρώτους αιώνες). Οι επαναστάσεις αυτές δεν αναφέρονται καν. Μετά την ήττα των Τούρκων στη Ναύπακτο το 1571, διαβάζουμε στο χρονικό του Γαλαξιδίου «Ήρθασι γουν πολλοί Μωραΐτες μέσα στο Γαλαξίδι, και μέσα στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονος εκάμασι με τους Γαλαξιδιώτες τες συμφωνίες με όρκο για να σηκωθούνε την ίδια ημέρα· και οι Λιδωρικιώτες το επαραδεχθήκασι και οι Σαλονίτες, όσοι ήρθασι κρυφά στο Γαλαξίδι, και εμείνασι σύμφωνοι πως άλλοι της στεριάς και άλλοι του πελάγου να βαρέσουσι τους Τούρκους λέγοντες: ή να πεθάνωμε ή να ξεσκλαβωθούμε· και όποιος μετανιώση ή προδώση αυτά που είπαμε να μην ιδή Θεού πρόσωπο. Και εβάλασιν όλοι τα χέρια απάνου στες εικόνες και επήκασι φοβερόν όρκον… εσκοτωθήκασι γουν, με χίλια βασανιστήρια οι άλλοι ογδοήντα, οι πρώτοι κεφαλάδες και τα ανδρειότερα παλληκάρια, με απιστιά μεγάλη· ακούσατε· 22 Γαλαξιδιώτες, 3 Βουνοχωρίτες… όλοι για την πατρίδα και την θρησκεία». Στα καλά οθωμανικά χρόνια του 15ου και 16ου αιώνα οι λόγιοι Ανδρόνικος Κάλλιστος, Βησσαρίωνας, Μιχαήλ Αποστόλης, Ιωάννης Γεμιστός, Ιωάννης Ατζαγιώλης, Ιανός Λάσκαρις, Μάρκος Μουσούρος, μητροπολίτης Τιμόθεος, Κύπρου Χριστόδουλος, Αχρίδας Αθανάσιος και Αχρίδας Ιωακείμ ζητούσαν την επέμβαση των Δυτικών ώστε να εκδιωχθούν οι Τούρκοι και να απελευθερωθεί η Ελλάδα, όπως και οι πατριάρχες Μητροφάνης Γ’, Θεόληπτος Β’, Ιερεμίας Β’, Νεόφυτος Β’, Τιμόθεος Α’, ενώ την ίδια εποχή ο Μονεμβασίας Μητροφάνης, Μονεμβασίας Μακάριος, Παλαιών Πατρών Γερμανός Α’ και άλλοι κληρικοί συμμετέχουν στις επαναστάσεις. Ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, αμέσως μετά την Άλωση, οραματίζεται την ίδρυση ενός νέου ελληνικού βασιλείου.



Ο επίκουρος καθηγητής Ιάκωβος Μιχαηλίδης (8:05) αμφισβητεί «την απέραντη σκλαβιά και τον πόνο» που πιστεύουμε ότι υπήρχε κατά την Τουρκοκρατία. Δεν θα είχε παρά να συμβουλευτεί τα δεκάδες δημοτικά τραγούδια που αναφέρονται στους Τούρκους και την πολιτεία τους, για να βεβαιωθεί ότι τα πράγματα όντως ήταν έτσι. Ο περιηγητής Curipeschitz περιγράφει στα 1530 με πολύ ζωηρά χρώματα τις καταπιέσεις και τα φορολογικά βάρη των Ελλήνων της Θράκης, που δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να κλαίνε την μοίρα τους αλλά επειδή αυτό είναι υπερβολικό ορισμένοι θα πουν ότι είναι και ψευδές. Επίσης αμφισβητείται ότι οι Έλληνες επί τετρακόσια χρόνια περίμεναν την στιγμή της απελευθέρωσης. Όμως, ήδη από την πρώτη στιγμή της κατάκτησης, οι θρύλοι, οι θρήνοι και οι προσδοκίες είτε σε επέμβαση καταρχήν των Βενετών και άλλων Δυτικών και έπειτα άλλων Δυνάμεων, ήταν ένα γεγονός. Αν οι ραγιάδες περνούσαν τόσο καλά τουλάχιστον κατά τους δυο πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας, τότε δεν θα δημιουργούνταν, στο παραπάνω διάστημα, θρήνοι για την υποδούλωση της Θεσσαλονίκης, της Τραπεζούντας, της Πάρου, της Ρόδου, της Κύπρου, της Κρήτης, του Ναυπλίου και της Μεθώνης ούτε για το παιδομάζωμα και τους εξισλαμισμούς, και το σπουδαιότερο δεν θα διατηρούνταν στη συλλογική μνήμη έως το 19ο αιώνα. Το τι γινόταν στους δυο πρώτους αιώνες τουρκικής δουλείας ή «οθωμανικής κυριαρχίας» καταλαβαίνουμε από διάφορες επιστολές του 15ου και 16ου αιώνα. Χαρακτηριστικά σε μια επιστολή των Ελλήνων των μικρασιατικών παραλίων, με ημερομηνία 20 Ιουνίου 1456, που απευθύνεται στους ιππότες της Ρόδου αναφέρεται: «Ημείς…έχωμεν αγανάκτησιν από τον Τούρκον, και παίρνουν τα παιδία μας και κάμνουν τα μουσουλμάνους…έχομεν μεγάλην αγανάκτησιν από τον Τούρκον, ότι να μη χάσομεν τα παιδία μας, αμή να έλθομεν εις τον τόπον σάς, να ζήσομεν και να αποθάνομεν». Σε επιστολή του μητροπολίτη της τουρκοκρατούμενης Ρόδου στα 1528 διαβάζουμε «Δεν μπορούμε να υπομείνουμε πια περισσότερο χρόνο την έσχατη σκλαβιά και την αθλιότητα, μέσα στην οποία βρισκόμαστε· δεν μπορούμε πια να ανεχθούμε να βλέπουμε τις σκληρότατες περιφρονήσεις που κάθε μέρα γίνονται σε βάρος αυτού του δυστυχισμένου και αξιοδάκρυτου λαού». Τον Φεβρουάριο του 1581 με επιστολή τους προς τον πάπα Γρηγόριο ΙΓ’ οι Χιμαριώτες ζητούσαν την επέμβαση των χριστιανικών δυνάμεων για να σώσουν τα παιδιά της Ελλάδος: «να λυτρώσεις ημάς και τα παιδιά μας όλης της Γρέτζιας, όπου καθημερινώς τα παίρνουν οι ασεβείς και τα κάνουν τουρκόπουλα». Ώστε στα 1581 αναφέρεται η Ελλάδα-Γραικία, ενώ τότε κατά τους πανεπιστημιακούς μας δεν υπάρχουν Έλληνες παρά μόνο «ελληνόφωνοι Ορθόδοξοι». Στα τέλη του 16ου αιώνα σε μια έκκληση κατοίκων της Βόρειας Ελλάδας προς τον πάπα Κλήμη Η’ αναφέρεται «…ο του Χριστού λαός, ο Θετταλίας, Ηπείρου τε και Μακεδονίας και σύμπασα εφεξής η Ελλάς και μυρίους υπέρ της πίστεως θανάτους υποστήσεται…» (Απ. Βακαλόπουλου, Ιστορία της Μακεδονίας 1354-1833, σ. 186). «Έμαθα», γράφει στις 4 Απριλίου 1579 ο εκπρόσωπος του Δόγη της Βενετίας στην Κωνσταντινούπολη «…ότι οι χριστιανοί υπήκοοι Οθωμανοί τόσον εκείνης της χώρας (της Πελοποννήσου), όσον και της Ελλάδος, ευρίσκονται τώρα εις εσχάτην απόγνωσιν και ανέκφραστον λύπην, διότι εις διάστημα 25 ημερών υπέστησαν όλας αυτάς τας ανυποφόρους επιβαρύνσεις, ήτοι να καταβάλουν το συνηθισμένον «χαράτσι», να πληρώνουν την αγγαρείαν, που ονομάζεται «αβαρίτς», δια τον εξοπλισμόν των γαλερών, να δώσουν τα παιδιά των, ίνα τα κάμουν αζαμογλάνια, να δώσουν αδιακρίτως κατοικίαν και τροφήν εις τους σπαχήδς, που συναθροίζονται δια τον κατά της Περσίας πόλεμον, και τέλος να απογυμνωθούν από τους σπαχήδες και από το ολίγον εκείνο που τους απέμεινεν εις τα χωρία των, τα οποία είναι πτωχά· και πληρώνουν τους σπαχήδες οι κάτοικοι με ό,τι έχουν και με το αίμα των ακόμη!».



Ο Βερέμης θεωρεί αστείο (8:42) να μιλάμε για σκοτάδι τετρακοσίων ετών. Θεωρεί, δηλαδή, αστείο την τρομακτική μείωση του χριστιανικού πληθυσμού λόγω του μουσουλμανικού εποικισμού, τον εξισλαμισμό των κυριότερων βαλκανικών και μικρασιατικών πόλεων, την πτώση του βιοτικού και πνευματικού επιπέδου των χριστιανών, τις «ρατσιστικές» διακρίσεις κατά των χριστιανικών πληθυσμών, την απώλεια της ανεξαρτησίας τους. Αυτά τα αστεία κυκλοφορούν στο χώρο του ΕΛΙΑΜΕΠ. Ο παρουσιαστής υποστηρίζει ότι η εικόνα που έχουμε σχηματίσει για την Οθωμανική Αυτοκρατορία ανταποκρίνεται μόνο στον τελευταίο αιώνα της Τουρκοκρατίας, όταν σε αυτή επικρατούσε βία και ανομία (9:01). Υποστηρίζει ότι τον 16ο και 17ο αιώνα «δεν ήταν έτσι» αιτιολογώντας το βάσει της ανάπτυξης του πληθυσμού της Στερεάς Ελλάδας στα πρώτα 100 χρόνια από την οθωμανική κατάκτηση. Όμως, το γεγονός της κατάπαυσης των πολέμων δεν σημαίνει ότι οι Οθωμανοί δεν καταπίεζαν τους υποδουλωμένους πλέον Χριστιανούς. Με άλλα λόγια ο παρουσιαστής και οι ιστορικοί σύμβουλοι της εκπομπής ισχυρίζονται ότι η μετέπειτα (18ος αι.) διάλυση του οθωμανικού κρατικού μηχανισμού ήταν η αιτία για την απαρχή της καταπίεσης των έως τότε ευημερούντων χριστιανικών πληθυσμών και συνεπώς για την απόφασή τους να επαναστατήσουν. Αλλά η καταπίεση υπήρχε και πριν τον 17ο αιώνα, και ήταν επίσης αφόρητη, ανεξάρτητα από το αν προερχόταν από την κεντρική ή την τοπική οσμανική εξουσία. Ο καθηγητής Τζον Μπίντλιφ αναφέρεται στην Pax Ottomanica (11:26), κάνει λόγο για χαμηλή φορολογία «και ελευθερία επενδύσεων σε έργα υποδομής» κατά τα πρώτα 150 έτη. Ωστόσο μετά τη φορολογία ενός Χριστιανού και ενός Μουσουλμάνου «στο χριστιανό παρέμενε καθαρό μόνο το 28,5% του εισοδήματός του, ενώ στο μουσουλμάνο το 72%, δηλαδή 2,5 φορές περισσότερο» (Ν. Σαρρή, Οσμανική Πραγματικότητα, τ. 2, σ. 218) και καθώς η ευημερία είναι σχετική ενώ το πλεόνασμα από τα έργα υποδομής κατέληγε στα χέρια όχι των καλλιεργητών αλλά των Οσμανών, δεν υπάρχει λόγος να φανταστούμε ότι η ευημερία αυτή ωφελούσε τους ραγιάδες αντί των Μουσουλμάνων.



Όσο για την αύξηση του πληθυσμού, ήταν αναμενόμενο έπειτα από τις σφαγές των Ελλήνων κατοίκων από τους Τούρκους κατά την κατάκτηση να μειωθεί ο πληθυσμός τόσο ώστε συγκρινόμενος ο πληθυσμός του 15ου αι. με τον πληθυσμό οποιασδήποτε μετέπειτα ειρηνικής περιόδου να είναι έτσι κι αλλιώς λιγότερος, αλλά αυτό δεν προφανώς δεν είναι κατόρθωμα των Οθωμανών, αφού το δικό τους κατόρθωμα ήταν η μείωση του πληθυσμού εξαιτίας της επέλασής τους: Στα 1463, μετά από μια ήττα Βενετών και Ελλήνων στο Εξαμίλι, τα τουρκικά στρατεύματα ξεχύνονται στο εσωτερικό της Πελοποννήσου σφάζοντας, λεηλατώντας και αιχμαλωτίζοντας. Στα 1470 κατά την άλωση της Χαλκίδας γίνονται σφαγές αόπλων ανδρών και γυναικόπαιδων, διατάζεται από το σουλτάνο η εκτέλεση κάθε αιχμαλώτου άνω των 10 ετών και κάθε άντρα· ένας από τους υπερασπιστές της Χαλκίδας πριονίστηκε ζωντανός. Στα 1481 μετά από αποτυχημένη εξέγερση στο Μυστρά οι Οθωμανοί λεηλατούν και καίνε τα χωριά που βρίσκουν μπροστά τους. Στα 1500 με την κατάληψη της Μεθώνης οι άντρες άνω των 10 ετών σφάζονται, σύμφωνα όχι με τα οθωμανικά τεφτέρια αλλά με τον Βαρβερινό Κώδικα, και τα γυναικόπαιδα πουλιούνται σε διάφορα μέρη της Αυτοκρατορίας. Ανώνυμη πηγή, γύρω στα 1533, κάνει λόγο για τα δεινά των χριστιανών, για τις αβανίες που αποβλέπουν στον εξισλαμισμό τους, για το σκληρό παιδομάζωμα, για την επίδραση και αυτού στον εξισλαμισμό και για τους φόρους που δεν είναι τόσο ελαφροί, γιατί, εκτός από το χαράτσι που είναι ένα δουκάτο και το πληρώνει κάθε άρρενας πάνω από 15 ετών, εκτός από τη δεκάτη στο κρασί και τα 2/15 στα δημητριακά, τους φόρους στα μικρά ζώα κ.λπ., υπάρχουν και οι έκτακτοι, που επιβάλλονται για την ετοιμασία στόλου (αγορά πίσσας, στουπιού, πανιών κ.λ.) ή για την οργάνωση εκστρατείας, οι αγγαρείες και οι ποικίλες άλλες επιβαρύνσεις, που είναι τόσο βαρύτερες, όσο μακρύτερα από την έδρα του σουλτάνου ζουν οι χριστιανοί. Γενικά η τουρκική τυραννία, γράφει επιγραμματικά ο συντάκτης του υπομνήματος, μεταβάλλει «την μορφή του ανθρώπου, μπορεί να πη κανείς, κάνοντάς τον ν’ αλλάξη την γλώσσα, τους νόμους και τα ήθη και την ψυχή σε σκληρότητα και δίψα του αίματος». Αυτή είναι η κατά τους παρουσιαστές Pax Ottomanica των δυο πρώτων αιώνων «οθωμανικής κυριαρχίας», πριν τάχα η τελευταία εκφυλιστεί σε ένα καθεστώς ανομίας εξαιτίας του οποίου οδηγήθηκαν σε επαναστάσεις οι Έλληνες. Παντού όπου καταφθάνουν οι Οθωμανοί, Θεσσαλονίκη, Σέρρες, Κέρκυρα, Κρήτη, Κύπρος διαπράττονται σφαγές και η χώρα ερημώνεται.



Ο παρουσιαστής (11:52) υποστηρίζει ότι η «άφιξη» (όχι η κατάκτηση) των Οθωμανών ωφέλησε στους αγρότες: Έφερε τέλος στην εκμετάλλευση από τους χριστιανούς γαιοκτήμονες των προηγούμενων αιώνων, καθώς οι παλιές αριστοκρατίες καταργούνται – είναι άγνωστο στον παρουσιαστή ότι τη θέση τους παίρνει η οθωμανική αριστοκρατία και όσοι χριστιανοί αριστοκράτες εξισλαμίζονται και διατηρούν τα κτήματά τους. Όμως, με την οθωμανική κατάκτηση «ούτε οι συνθήκες παραγωγής ούτε εργασίας βελτιώθηκαν. Μάλιστα η αφαίρεση του υπερπροϊόντος από τον καλλιεργητή κυμάνθηκε στην ίδια ποσοστιαία αναλογία με εκείνη που καθιέρωσε το προϊσχύον καθεστώς όπως ήταν το βυζαντινό» (Ν. Σαρρή, Οσμανική πραγματικότητα, τ. 1, σ. 123). Σύμφωνα με τον Τούρκο καθηγητή Φικρέτ Αντανίρ (12:57) οι Έλληνες δεν έχασαν την ατομική τους ιδιοκτησία υπό την Οθωμανική Αυτοκρατορία. «Χριστιανοί μικροϊδιοκτήτες εξακολούθησαν να υπάρχουν σε άγονες περιοχές, ορεινές ή νησιωτικές, οι κάτοικοι των οποίων είχαν υποταχθεί με τη θέλησή τους. Αλλά κατά τους δύο πρώτους ιδίως αιώνες της τουρκοκρατίας το μεγαλύτερο μέρος των χριστιανών ιδιοκτητών δεν ήταν ιδιοκτήτες αλλά ένοικοι, δουλοπάροικοι, ή δούλοι που καλλιεργούσαν δημόσιες γαίες ή βακουφικές γαίες ή ακόμη και ιδιωτικές γαίες μουσουλμάνων» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Ι’, σ. 54). Στην πραγματικότητα οι Έλληνες διατήρησαν τις άγονες περιοχές ενώ έχασαν τις εύφορες ενώ όσοι παρέμεναν στις εύφορες πλήρωναν υψηλούς φόρους. Στη Μακεδονία μόλις στα 1860 απέκτησαν τίτλους ατομικής ιδιοκτησίας οι Έλληνες γεωργοί. Όσον αφορά τον δήθεν ελεύθερο χριστιανό γεωργό των δυο πρώτων αιώνων Τουρκοκρατίας, «τυπικά δεν είχε δικαίωμα ιδιοκτησίας αλλά μόνο γαιοχρησίας (…) [Εάν] παραμελούσε να τις καλλιεργήσει [= τις γαίες] μέσα στα προσδιορισμένα χρονικά όρια, τότε έχανε τα δικαιώματά του επάνω σ’ αυτές» (ό.π., σ. 54), ενώ σε περίπτωση που εγκατέλειπε τα χωράφια «ήταν υποχρεωμένος να πληρώσει στον τιμαριούχο βαρύ πρόστιμο, το çift bozan akşesi (…) οι μετακινήσεις των γεωργών από τόπο σε τόπο απαγορεύονταν (…) Οι σπαχήδες είχαν το δικαίωμα μέσα σε 15 χρόνια να υποχρεώσουν τον χωρικό να γυρίση πίσω στα κτήματά του, ύστερα όμως από σχετική άδεια του καδή» (ό.π., σ. 54). Γύρω στα 1700 ο Francesco Grimani γράφει ότι τα πιο προσοδοφόρα και γόνιμα εδάφη του Βασιλείου τα εκμεταλλεύονταν Τούρκοι, που δεν βρίσκονταν στην ίδια κοινωνική κατάσταση με τους Έλληνες. Αυτοί ή δεν είχαν τίποτε ή κατείχαν ένα ελάχιστο μέρος από τα πιο άγονα.



Σύμφωνα με τον καθηγητή Τζον Μπίντλιφ (13:33) στους 15ο και 16ο αιώνες υπήρχε θρησκευτική ελευθερία και «ενώ μερικές εκκλησίες μετατράπηκαν σε τζαμιά, οι περισσότερες διατηρήθηκαν…ενώ χτίστηκαν και καινούργιες». Στην πραγματικότητα, το εντελώς αντίθετο συνέβη. Από τις βυζαντινές εκκλησίες της Κωνσταντινούπολης ώς τα τέλη του 18ου αιώνα μόνο τρεις είχαν απομείνει στα χέρια των Ελλήνων (Runciman, The Great Church in Captivity, σσ. 186-192 της αγγλικής έκδοσης) και το ίδιο συνέβαινε οπουδήποτε εγκαθίσταντο Τούρκοι, ενώ σύμφωνα με τον Σαρρή (ό.π., τ. 2, σ. 527) η ανέγερση περικαλλών ναών σε οσμανοκρατούμενες περιοχές ουσιαστικά αρχίζει μετά το Τανζιμάτ, δηλαδή μετά το 1833· πιο πριν τα οθωμανικά διατάγματα κατεδάφισης εκκλησιών (τα οποία δεν αναφέρουν οι παρουσιαστής και ιστορικοί σύμβουλοι) ήταν περισσότερα από τα διατάγματα επισκευής εκκλησιών. «Η ανεξιθρησκεία των κρατούντων τελούσε υπό τον περιορισμό του μη σκανδαλισμού των πιστών του ισλάμ…η λατρεία ήταν ακώλυτη, ιδιαίτερα στα μέρη εκείνα που κατοικούνταν αποκλειστικά από χριστιανούς, ενώ η απαγόρευση ανέγερσης νέων ναών ή διατήρησης περικαλλών και μεγαλόπρεπων ευκτήριων οίκων ίσχυε περισσότερο σε περιοχές με μικρό πληθυσμό, ακριβώς γιατί θεωρούνταν "σκανδαλισμός" των μουσουλμάνων» (Ν. Σαρρή, Προεπαναστατική Ελλάδα…, σ. 100). Στους ίδιους αιώνες, 15ο και 16ο στη Θεσσαλονίκη, μία μετά την άλλη οι κυριότερες εκκλησίες και όχι λίγες-μερικές όπως υποστηρίζεται, μετατράπηκαν σε τζαμιά. Με τους Οθωμανούς Τούρκους να ανέχονται τους Χριστιανούς λόγω της νόμιμης (βάσει της Σαρία) και της παράνομης (δωροδοκίες κ.λπ.) ληστείας, δεν μπορούμε να μιλάμε για θρησκευτική ανοχή. Όπως γράφει ο Τούρκος ιστορικός Taner Akçam (Siyasî Kültürümüzde Zulüm ve Işkence = Η τυραννία και τα βασανιστήρια στην πολιτική μας κουλτούρα, σ. 27, στο Ν. Σαρρή, Προεπαναστατική Ελλάδα...): «Το σύνολο της οσμανικής ιστορίας είναι ταυτόχρονα και η ιστορία των συλλογικών διώξεων και σφαγών των λοιπών θρησκευτικών μειονοτήτων».



Ο Θ. Βερέμης (19:08) υποστηρίζει ότι «για πολλούς αιώνες δεν υπήρχε η έννοια Έλληνας, υπήρχε η έννοια Ρωμαίος ή Ρωμιός». Εάν έτσι είχαν τα πράγματα τουλάχιστον κατά τους δύο πρώτους αιώνες, ούτε ο Σχολάριος θα αυτοαποκαλούνταν Έλληνας και θα αποκαλούσε Έλληνες τους σύγχρονούς του ομοεθνείς ούτε ο Μελέτιος Πηγάς (†1602) θα διακήρυττε το ίδιο. Αλλά και αυτοί έκαναν λόγο για Έλληνες, κι όχι απλώς για Ρωμιούς, και ο Ανδρόνικος Κάλλιστος, και ο Νικόλαος Σεκουνδινός (†1464) και ο Θ. Ζυγομαλάς (†1607· γράφει «οι δυστυχείς ημείς Έλληνες») και ο Ιέραξ (16ος αι.) και ο Μονεμβασίας Αρσένιος (16ος αι.) και ο Μυρεών Ματθαίος (αρχές 17ου) και ο Χριστόφορος Άγγελος (†1638), για να αναφέρουμε λίγους, από τον 15ο και 16ο αιώνα μόνο, ώστε γίνει αντιληπτό ότι η έννοια του Έλληνα όχι μόνο ήταν υπαρκτή αλλά και δεν την (επαν)έφεραν οι Έλληνες Διαφωτιστές. Οι Ορθόδοξοι Πατριάρχες στα 1716/25 κάνουν λόγο περί «Γραικών, Ρωσσών, Ιβήρων, Αράβων, Βουλγάρων, Αλβανών, Βλάχων, Μολδαβών» Ορθοδόξων Χριστιανών, αποφεύγοντας να τους θεωρήσουν αδιακρίτως ένα «θρησκευτικό γένος», όπως οι εμμονές ορισμένων σημερινών Ελλήνων πανεπιστημιακών το απαιτούν· και περί «εὐγενεστάτων περιδόξων γενῶν, Ἄγγλων τε καὶ Ἑλλήνων» (Ι. Ν. Καρμίρη, Τα δογματικά και τα συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Β’, σσ. 789, 816-7). Είναι λάθος να νομίζουμε ότι για τους Έλληνες ραγιάδες δεν υπήρχε η έννοια Έλληνας μόνο και μόνο επειδή οι Οθωμανοί όντας πιστοί στη Σαρία δεν αντιλαμβανόντουσαν τέτοια έννοια. Βέβαια, ο Βερέμης, που προτιμά να αποφεύγει την χρήση όρων Έλληνες, Τουρκοκρατία και δουλεία επειδή προτιμά επιστημονικότερους όρους και την ορολογία της εποχής στην οποία αναφέρεται, δεν έχει την επιστημονική συνέπεια ώστε να αποκαλεί τους «χριστιανούς κατοίκους του Μωριά/Ρούμελης» Ραγιάδες (reaya) ή Απίστους, δηλαδή να χρησιμοποιεί την ορολογία την οποία το Οσμανικό κράτος χρησιμοποιούσε, ή –λιγότερο επίσημα, αλλά τόσο ανεπίσημα ώστε να χρειαστεί οθωμανικό διάταγμα στα 1850 για την απαγόρευση χρήσης του όρου– Γκιαούρηδες (gâvur). Αυτή είναι η επιστημονική εντιμότητα: η Τουρκοκρατία να αποκαλείται Οθωμανική κυριαρχία αλλά οι Έλληνες να μην αποκαλούνται Ραγιάδες, δηλαδή υπόδουλοι (κυριολεκτικά: κοπάδι), και να αποφεύγεται ακόμη και η μνεία της λέξης αυτής, προκειμένου να εξιδανικευτεί η Τουρκοκρατία. Αν η αναφορά σε Ραγιάδες/Γκιαούρηδες εξαφανιστεί, εξαφανίζεται και η εντύπωση για διάκριση κυρίαρχων-υπόδουλων άρα και η ύπαρξη δουλείας.



Σύμφωνα με τον καθηγητή Πασχάλη Κιτρομηλίδη (19:39) «η οθωμανική διοίκηση ενδιαφέρεται για τη φορολογία. Εφόσον αποδίδονται οι φόροι, δεν ενδιαφέρει την οθωμανική διοίκηση τι κάνουν περεταίρω». Όχι απλώς η φορολογία των Χριστιανών ήταν δυσβάστακτη αλλά και υπήρχαν διάφορες άλλες καταστάσεις οι οποίες έδιναν στον ραγιά να καταλάβει ότι ήταν υποδεέστερος και ανά πάσα στιγμή στο έλεος του Μουσουλμάνου, όχι απλώς του ιεραρχικά ανώτερου αλλά και του ανήκοντα στην ίδια ή και σε κατώτερη κοινωνική τάξη. Οι φόροι, οι αγγαρείες, το παιδομάζωμα, η κατάσχεση εκκλησιών, η υποχρεωτική χαρακτηριστική για τους ραγιάδες ενδυμασία, η άνιση δικαστική μεταχείριση μεταξύ Μουσουλμάνων και Χριστιανών, η απαγόρευση οπλοφορίας, η πειρατεία και το δουλεμπόριο κατά των Χριστιανών (λ.χ. ο Μπαρμπαρόσα) αποσιωπώνται. Ο καθηγητής Κιτρομηλίδης υποστηρίζει την παραπάνω θέση ωσάν το οσμανικό κράτος να ήταν κάποιο λαϊκό κράτος που ενδιαφερόταν απλώς για τη συλλογή φόρων. Δεν αναφέρει ότι «Οι έκτακτοι φόροι και αγγαρείες που επιβάλλονταν για τις ανάγκες των διοικητικών οργάνων, για την επισκευή των οχυρωματικών έργων, για τη συντήρηση των οδών και των γεφυρών, για την εξάρτηση του στρατού και του στόλου, για τις έκτακτες ανάγκες των εκστρατειών κλπ. έτειναν με την πάροδο του χρόνου να γίνωνται καταπιεστικώτεροι και επαχθέστεροι από τους τακτικούς φόρους. Στρατιές φοροεισπρακτόρων, ζαμπίτηδων, ταγσηλδάρηδων, καδήδων, σερέτ-δαβάδων, βεκίληδων, δραγουμάνων, μαμούρηδων και πουμπασίρηδων, απομυζούσαν τους φτωχούς ραγιάδες απαιτώντας διάφορα πρόστιμα, όπως το «φονικό» και το «κερατιάτικο» και έκτακτες εισφορές, όπως το «αλατιάτικο», «γρασιδιάτικο», «πανιάτικο», «σουρσάτ», «σουγιέμ», «πεσινάτι», «πακιγιέ», «συνεισφορά», «προσφορά», «δραγομανιά», «ρέσιμο», «βικιαλέτι», «χισμέτι», «ταϊνάτι» κλπ.» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Ι’). Στο οθωμανικό κράτος ίσως μόνο η αναπνοή δεν φορολογούνταν, αλλά αν δεχτούμε αυτό ως δεδομένο τότε μπορούμε όντως να συμφωνήσουμε ότι τους Οσμανούς δεν ενδιέφερε τίποτε άλλο πέρα από την φορολογία. Με άλλα λόγια οι επισημάνσεις περί «φορολογίας» οδηγούν στο να υποτιμηθεί το γεγονός ότι αφενός υπήρχε καταφανής διαφορά στην φορολόγηση μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων, και αφετέρου ότι για την οθωμανική αντίληψη περί δικαιοσύνης, την οποία συναντούμε σε κάθε οσμανικό έγγραφο, ήταν απολύτως νόμιμη και δίκαιη η παρασιτική εις βάρος του χριστιανικού στοιχείου φορολόγησή του. Είναι χαρακτηριστικό για τη φύση του Οθωμανικού πολιτισμού η επιστολή του Μωάμεθ του Πορθητή σχετικά με το παιδομάζωμα: «Από πατέρα σε γιο, η λάμπα του βασιλείου μας μένει αναμμένη. Καίει με το λάδι που έχει αποσπαστεί από τις καρδιές των απίστων».



Ενδεικτικό κι εκπληκτικό είναι ότι απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά για το παιδομάζωμα των χριστιανών (μόνο των Ελλήνων, καθώς Εβραίοι και Αρμένιοι εξαιρούνταν) σε μια εκπομπή η οποία καλύπτει γύρω στα τριακόσια χρόνια Τουρκοκρατίας (1460-1770). Μπορεί φυσικά να λεχθεί ότι μερικοί Μουσουλμάνοι αποβλέποντας στην κοινωνική άνοδο των τέκνων τους ήθελαν τα παιδιά τους να γίνουν γενίτσαροι και ότι σε μεταγενέστερες εποχές οι οθωμανικές αρχές ικανοποιούσαν το αίτημά τους, αλλά οι λεπτομέρειες και οι εξαιρέσεις δεν αποκρύβουν ούτε αναιρούν τον κανόνα, ο οποίος εκφράζεται και με τα εξής ελληνικά τραγούδια-θρήνους για το παιδομάζωμα: «Ανάθεμά σε, βασιλιά…με το κακόν οπό ‘καμες…να μάσεις παιδομάζωμα…Κλαιν οι γονέοι τα παιδιά κι οι αδερφές τ’ αδέρφια, κλαίγω κι εγώ και καίγομαι και όσο ζω θα κλαίω, πέρσι πήραν το γιόκα μου, φέτο τον αδερφό μου»· «ήρθαν χρόνια δύστυχα καταραμένα χρόνια, οι Τούρκοι παίρνουν τα παιδιά»· «Τι ν’ το κακό που γίνηκι στη μένα τη γκαημένη, στην πρώτη τη γενιτσαριά πήραν τουν αδιρφό μου, δστη δεύτιρη τουν άντρα μου κι τώρα τουν υγιό μου».



Ο Τατσόπουλος στη συζήτηση κάνει λόγο για το μύθο του Κρυφού Σχολειού (43:12-46:14), αναρωτιέται αν είναι μειοδοσία ή έρευνα η αποκάλυψη ότι το Κρυφό Σχολειό ήταν μύθος, δηλαδή ότι η παιδεία απαγορευόταν στους Ραγιάδες από τους Οθωμανούς. Το χρονικό σημείο αυτό η πρώτη φορά, μετά από 92 λεπτά εκπομπής όπου ακούγεται η λέξη «Ραγιάδες». Αυτό που εντυπωσιάζει είναι ότι ενώ «αποκαλύπτονται οι μύθοι» για την ελληνική παιδεία επί Τουρκοκρατίας δεν γίνεται ούτε καν νύξη για την τρομερή οπισθοδρόμηση της ελληνικής παιδείας λόγω της Τουρκοκρατίας (15ος και 16ος αι.). Ο Νικόλαος Σοφιανός παρατηρούσε το 1544 «ότι δια την μακράν και πικρότατην δουλοσύνην το ημέτερον γένος εξέπεσε… Εις τέτοιαν κακήν τύχην κατήντησε το πάλαι ποτέ μακαριστόν γένος ημών των Γραικών, ότι μόλις ευρίσκεται τώρα διδάσκαλος οπού νάναι ικανός να διδάσκει τους νέους καν την γραμματικήν τέχνην». Ο Αντώνιος Έπαρχος έγραφε «και γαρ εν των νυνί χρόνω μηδεμίαν ή μικράν όλως ορώντες καταβάλλεσθαι φροντίδα περί τα γράμματα τους Έλληνας, δια την ξυμβάσαν τω γένει καταστροφήν». Ο Ευγένιος Γιαννούλης στις αρχές του 17ου αι. γράφει: «εν τοις μέρεσι της Αιτωλίας…και επί πάσιν σχεδόν τοις πέριξ εκείνη κλίμασιν εξέλιπε προ πολλών ήδη χρόνων…η των πεζών γραμμάτων γνώσις… και ούτω συνέβη τους εκείσε πάντας αναλφαβήτους γενέσθαι…σπάνιόν τι χρήμα ο ιερεύς εκεί, ο απλώς γραμμάτων είδησιν έχων». Στα 1775 έγραφε ο Μετρών και Αθύρων: «Θαύμα πώς ουκ εξέλιπεν όλως η καθωμιλουμένη κοινή των Ελλήνων γλώσσα εκ της Ελλάδος αυτής υπό βαρβάρων τελούσης και καταπολεμουμένης», μια και σε πυκνοκατοικημένες από Τούρκους περιοχές ακόμη και η χρήση της ελληνικής συνιστούσε «πρόκληση». Έτσι ευημερούσαν οι κάτοικοι της Ελλάδας χάρη στην έλευση των Οσμανών. Μειοδοσία λοιπόν δεν είναι να δείχνεται ο μύθος του Κρυφού Σχολειού αλλά όταν, παράλληλα, αποσιωπάται ότι εξαιτίας του μύθου των ανεκτικών Οσμανών η παιδεία στον ελληνικό χώρο τους δυο πρώτους αιώνες σχεδόν εξαφανίστηκε.



Ο παρουσιαστής υποστηρίζει ότι (21:30) για τους υπηκόους του Σουλτάνου «η θρησκεία δεν εξελίσσεται σε πεδίο διαμάχης». Για να υπάρξει πεδίο διαμάχης πρέπει και οι δυο πλευρές να έχουν ίσα δικαιώματα και υλική ισχύ· ώστε να είναι δυνατή η έμπρακτη αμφισβήτηση της μίας από την άλλη. Δεν είναι η ύπαρξη ανεκτικότητας που εμποδίζει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία την μετατροπή των θρησκευτικών διαφοροποιήσεων σε πεδίο διαμάχης αλλά η αυτονόητη και απόλυτη, νομικά και υλικά, κυριαρχία της μίας θρησκείας επί της άλλης, που καθιστά εκ των προτέρων περιττή κάθε διαμάχη. Επίσης ο παρουσιαστής οδηγεί αυθαίρετα στα άκρα το γεγονός ότι ορισμένοι Μουσουλμάνοι σέβονταν ορισμένους χριστιανικούς αγίους και ότι ορισμένοι Χριστιανοί σε διαδικασία σταδιακού εξισλαμισμού γοητεύονταν από τους Δερβίσηδες, ειδικά στη Μ. Ασία, όταν υποστηρίζει (21:47) ότι «Μουσουλμάνοι και Ορθόδοξοι σέβονται την πίστη του άλλου»· η διαδικασία δανεισμού μαγικών γιατροσοφίων δεν συνιστά σεβασμό, αλλά επιβίωση προχριστιανικών και προϊσλαμικών συνηθειών. Επίσης υποστηρίζει ότι «οι γάμοι μεταξύ τους δεν είναι σπάνιοι μετά από τον εξισλαμισμό» για να τεκμηριώσει (22:16) ότι οι δυο θρησκευτικές κοινότητες συνυπήρχαν και μοιράζονταν πολλά αναμεταξύ τους. Όμως ο εξισλαμισμός δεν συνιστά ούτε συνύπαρξη θρησκειών ούτε κοινή δραστηριότητα· συνιστά εξαφάνιση της μίας θρησκείας και απομύζηση του ανθρώπινου δυναμικού της. Τα παιδιά που «μεγαλώνουν» από τέτοιους γάμους και τα αναφέρει ο παρουσιαστής δεν είναι αποτέλεσμα ούτε παράδειγμα της συνύπαρξης δυο θρησκειών, αλλά είναι προϊόντα επιβολής της μίας επί της άλλης, εξαφάνισης της μίας και κυριαρχίας της άλλης. «Συνύπαρξη μεταξύ θρησκειών» νοείται και υφίσταται μόνο όταν οι προϋποθέσεις και οι όροι οι οποίοι την διέπουν είναι τέτοιοι ακριβώς ώστε να καθίσταται δυνατή η απρόσκοπτη κοινωνική αναπαραγωγή κάθε μιας από τις θρησκείες. Ως εκ τούτου η γειτονία δεν συνιστά αρμονική συνύπαρξη που μόνο αργότερα, χάρη στην παρακμή του Οσμανικού κράτους, διαταράχθηκε.



Για τον παρουσιαστή έπρεπε πρώτα να έρθει ο θεσμός των τσιφλικιών και των κοτζαμπάσηδων, «από τις αρχές του 17ου αιώνα» όπως παρατηρεί (26:17), μετά τους δυο πρώτους αιώνες, ώστε να ερημώσει πρώτα η ελληνική ύπαιθρος (27:18) εξαιτίας της απληστίας των κοτζαμπάσηδων και των τσιφλικάδων. Όμως στην Πελοπόννησο «η αύξηση της δυνάμεως των κοτζαμπάσηδων αρχίζει κυρίως…από τις αρχές του 19ου αιώνα» ενώ στη Ρούμελη «οι αρματολοί έχουν τη δύναμη και όχι οι πρόκριτοι, οι κοτζαμπάσηδες» (Απ. Βακαλόπουλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Ε’, σσ. 307, 418)· συνεπώς ο κοτζαμπασισμός ως αιτία εξουθένωσης των αγροτών άρα και αύξησης των επαναστατικών τάσεών τους δεν ήταν τόσο σημαντικός, παρά κάποιες δεκαετίες πριν από το 1821 και μόνο στον Μωριά, όχι στη Ρούμελη της οποίας οι αρματολοί-κλέφτες επίσης έλαβαν μέρος στην επανάσταση. Επίσης δεν ήταν μόνο οι Έλληνες κοτζαμπάσηδες αυτοί στους οποίους, ως υπεκμισθωτές, ανέθεσε τη συλλογή των φόρων, όπως λέει ο παρουσιαστής (26:18). Υπεκμισθωτές των φόρων, και συνεπώς εκμεταλλευτές, δεν ήταν μόνο οι κοτζαμπάσηδες αλλά και οι λεγόμενοι αγιάνηδες (ayân) οι οποίοι ήταν Μουσουλμάνοι – αυτοί βεβαίως δεν αναφέρονται καν.



Στη συνέχεια ο παρουσιαστής (30:58) δίνει μια εικόνα για τους δυο πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας διαφορετική από εκείνην της Pax Ottomanica: Οκτώ πόλεμοι στα ελληνικά εδάφη, η Πελοπόννησος είναι ένα πεδίο μάχης, η Μεθώνη, το Άργος και το Ναύπλιο ξεθεμελιώνονται και οι κάτοικοί τους σφάζονται, Αλβανοί εποικίζουν τις ερημωμένες ελληνικές περιοχές, στις ελληνικές θάλασσες επικρατεί ανασφάλεια, οι Τούρκοι ερημώνουν την Πελοπόννησο ηττώμενοι από τους Βενετούς, το εμπόριο σβήνει κ.ο.κ. – και περιορίζεται μόνο στη Ν. Ελλάδα. Πώς συμβιβάζονται τα παραπάνω (που καταλαμβάνουν μόλις δύο λεπτά) με την αρχική (και μεγαλύτερης διάρκειας στην εκπομπή) περιγραφή μιας ειδυλλιακής πρώιμης Τουρκοκρατίας –εικόνα βασισμένη σε ένα χριστιανομουσουλμανικό νεκροταφείο στην Κόρινθο και σε ένα πλούσιο κεφαλοχώρι της Βοιωτίας– είναι κάτι που θα μπορούσε κανείς να εξηγήσει ως στάχτη στα μάτια. Ξέρουμε ότι οι Τούρκοι έδιωχναν τους Έλληνες από τις παλαιές πόλεις και κατοικούσαν οι ίδιοι σε αυτές. Γενικότερα, μέσω της εκπομπής αντιστρέφεται το σχήμα: «παρακμή των Ελλήνων στην πρώιμη Τουρκοκρατία, ακμή των Οθωμανών – ακμή των Ελλήνων στους μεταγενέστερους αιώνες, παρακμή των Οθωμανών», με τον ισχυρισμό ότι η ακμή Οθωμανών και η ακμή των Ελλήνων/Ρωμηών συνέπεσαν χρονικά, δηλαδή κατά τον 15ο και 16ο αιώνα. Πού είναι η ακμή ή έστω η ευημερία των Ελλήνων τότε;



Ο παρουσιαστής αναφέρει (33:40) ως λόγους μετακίνησης των Ελλήνων στα ορεινά τις επιδημίες, τους πειρατές και τους ξένους στρατούς· όχι την Τουρκική κατοχή. Όμως οι μετακινήσεις αυτές στα Βαλκάνια δεν άρχισαν λόγω των βενετοτουρκικών πολέμων και της πειρατείας αλλά από την πρώτη στιγμή της εμφάνισης των Οσμανών, ως συνέχεια της αγωνιώδους φυγής των Ελλήνων Μικρασιατών από την Μικρασία μπροστά στην επέλαση των Τουρκομάνων-Σελτζούκων μετά τον 11ο αιώνα. Είναι ενδεικτική της σαθρότητας των «αντιεθνοκεντρικών» ερμηνειών, ελλείψει επιχειρημάτων, η καταφυγή σε ιδεολογικές συκοφαντίες περί εθνικισμού (= σωβινισμού) προκειμένου να αντικρουσθεί η άποψη ότι οι μεταναστεύσεις των Ελλήνων και οι εποικισμοί των ορεινών τοποθεσιών οφείλονται στην οθωμανική επέλαση και παρουσία στην Ελλάδα. Οι εποικισμοί των ορεινών περιοχών της Ελλάδας από χριστιανούς και οι μεταναστεύσεις τους εκτός του ελλαδικού χώρου δεν αρχίζουν με την απαρχή της παρακμής του Οσμανικού κράτους, τον 17ο αι., αλλά ακριβώς κατά τη στιγμή της εισβολής και εδραίωσης των Τούρκων στον ελλαδικό χώρο. Τους πρώτους, δήθεν καλούς αιώνες της Τουρκοκρατίας και όχι μετά τον 17ο αι. ο Ταΰγετος, ο Όλυμπος και τα Πιέρια, το Συνιάτσικο (Άσκιο), το Πήλιο, τα Άγραφα, η βόρεια Πίνδος και η ορεινή Χαλκιδική γεμίζουν από χωριά και παρατηρείται φυγή χριστιανικών πληθυσμών στα Επτάνησα, τη Γεωργία, την Ιταλία και αλλού, όταν εισβάλουν οι Οθωμανοί σε Μακεδονία, Πελοπόννησο και Θεσσαλία, και όταν γίνονται οι εποικισμοί της Μακεδονίας και Θεσσαλίας με Γιουρούκους και Κόνιαρους. Με την υποδούλωση των βόρειων ελληνικών περιοχών στα τέλη του 14ου αιώνα οι βόρειοι Έλληνες κατέφυγαν στη Ν. Πελοπόννησο και στις Κυκλάδες. Μόνο ιδεολογική («αντιεθνοκεντρική») προπαγάνδα μπορεί να αποδώσει τα δυο ταυτόχρονα γεγονότα (εισβολή/εποικισμός Τούρκων και φυγή Ελλήνων σε βουνά ή σε μη τουρκικές περιοχές) σε άλλες κύριες αιτίες κι όχι στην οσμανική εισβολή. Ο Δωρόθεος Μονεμβασίας γράφει για τον 15ο αι.: «Ωσάν εκυρίευσεν ο Τούρκος των Μωρέαν, άφηκαν οι Χριστιανοί από τα κάστρη και από τας χώρας τα οσπήτιά τους, και τα άλλα τους πράγματα, και ταις ευημερίαις τους, και ήρχουνταν φαμιλικώς και έμπαιναν μέσα εις το [Ενετικό] Ανάπλι, και εκατοικούσαν…δια να λείψουν από τα πάθη των Τουρκών». Ο παρουσιαστής και οι ιστορικοί σύμβουλοι της εκπομπής απέδωσαν ακόμη και την μαζική φυγή των ελληνικών πληθυσμών είτε στα ορεινά είτε εκτός των Βαλκανίων στους τουρκοβενετικούς πόλεμους και την πειρατεία. Ο Βερέμης ως αίτιο μετακίνησης επί Τουρκοκρατίας στα ορεινά (34:04) αναφέρει πρώτο την υγιεινότερη διαβίωση, ωσάν να γινόταν λόγος για φυματικούς πληθυσμούς στους οποίους ο γιατρός συνέστησε τον αέρα της εξοχής. Παραδόξως, και στα βυζαντινά χρόνια κατά τα οποία επίσης ξεσπούσαν επιδημίες, η ορεινή Ελλάδα δεν πλημμύρισε από χωριά όπως κατά την Τουρκοκρατία. Ο Βερέμης έπειτα (34:26) αναφέρει ως λόγο την αποφυγή των φόρων. Όμως, υποτίθεται ότι οι Οσμανοί φορολογούσαν λιγότερο τους ελληνικούς πληθυσμούς. Γιατί, αφού οι φόροι μειώθηκαν τόσο με την άφιξη των Οσμανών, ο κόσμος άρχισε να φεύγει στα βουνά για να αποφύγει την πληρωμή τους στους Οσμανούς; Και γιατί ως τρίτος λόγος θεωρείται (34:39 και 38:34) η ασφάλεια από το (οσμανικό) Κράτος και τις «πολλές παρεκτροπές» του (ποιες άραγε;), αφού αρχικά αυτό θεωρήθηκε ότι έδωσε πρωτόγνωρη αίσθηση ασφάλειας και την Pax Ottomanica στους κατοίκους; Ο παρουσιαστής επικρίνει (7:21) την άποψη «των περισσότερων από εμάς» (σταθερή η αναφορά στο housewives) ότι οι Έλληνες κατέφευγαν στα βουνά για να επαναστατήσουν και ότι οι Οθωμανοί δεν προσέφεραν τίποτε το θετικό όντας βάρβαροι. Η καταφυγή στα βουνά, σε πρώτο στάδιο όχι για να χρησιμοποιηθούν αυτά ως επαναστατικό ορμητήριο αλλά για να γλιτώσουν οι κάτοικοι από τους Τούρκους, δείχνει και την ποιότητα της διαβίωσής τους υπό τους Οθωμανούς.



Όσον αφορά στους Κλέφτες, ο παρουσιαστής υποστηρίζει ότι αυτοί δεν είναι εθνικοί ήρωες (38:15), ότι οι Κλέφτες λεηλατούν αδιακρίτως την περιουσία Χριστιανών και Μουσουλμάνων (38:42), θεωρούν πατρίδα (εννοείται: μόνο) τον τόπο καταγωγής τους (39:16), «δεν έχουν την αίσθηση ότι ανήκουν σε ένα ευρύτερο σύνολο με κοινά πολιτιστικά χαρακτηριστικά, σε ένα έθνος» (39:27). Παρ’ όλο που αληθεύει ότι οι Κλέφτες δεν λήστευαν μόνον Μουσουλμάνους, τα υπόλοιπα έρχονται σε αντίθεση με τα εξής. Εάν οι Κλέφτες δεν είχαν καθόλου «εθνική» «συνείδηση», τότε θα αντιμετωπίζονταν με τον ίδιο τρόπο από τους μουσουλμανικούς και τους χριστιανικούς πληθυσμούς, δηλαδή στα ελληνικά δημοτικά τραγούδια οι Κλέφτες δεν θα εμφανιζόταν να αντιμάχονται μόνο τους «Τούρκους» ενώ στα τραγούδια των Μουσουλμάνων της Ελλάδας οι Κλέφτες θα εμφανίζονταν εθνοθρησκευτικά αδιάφοροι. Το σημαντικότερο: Οι ίδιοι οι Κλέφτες διαφορετικής εθνότητας διαισθάνονταν τις εθνοτικές διαφοροποιήσεις μεταξύ τους, παρ’ όλο που λήστευαν ανεξαρτήτως εθνότητας και θρησκείας. Δηλαδή: «…το φαινόμενο του κλέφτη είναι γενικό και δεν αναφέρεται ειδικά σε μία και μόνη εθνότητα. Ενώ λοιπόν υπάρχει ομοιότροπη αντιμετώπιση των κλεφτών, ανεξαρτήτως εθνικότητας, από τους γαιοκτήμονες και από τους εκπροσώπους της πολιτικής ηγεσίας, είτε μουσουλμάνοι είναι αυτοί είτε μη μουσουλμάνοι, δεν φαίνεται να υπάρχει ταξική αλληλεγγύη μεταξύ των μουσουλμάνων και των μη μουσουλμάνων κλεφτών (Çetin Yetkin, Etnik ve Toplumsal Yönleriye Türk Halk Hareketleri ve Devrimler = Τουρκικά λαϊκά κινήματα και επαναστάσεις με τις εθνικές και κοινωνικές τους πλευρές). Η «εθνική» αντίθεση, λοιπόν, απορρόφησε την ταξική, γεγονός που διαπιστώνεται στον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιήθηκε κάθε εξέγερση των Ελλήνων κατά των Οσμανών» (Ν. Σαρρή, Προεπαναστατική Ελλάδα και Οσμανικό Κράτος, σ. 103). Σε πάρα πολλά από τα 192 κλέφτικα τραγούδια της συλλογής του Passow η αντίσταση, η άρνηση υποταγής στους Οθωμανούς και το μίσος κατά αυτών είναι κάτι παραπάνω από άμεσα αντιληπτό, είναι ο πυρήνας των τραγουδιών· δεν βρίσκουμε σε αυτά, όμως, τα ίδια αρνητικά συναισθήματα για τους Χριστιανούς – όπως θα βρίσκαμε εάν υποθέταμε ότι οι Κλέφτες δεν είχαν «εθνική» «συνείδηση». Ενδεικτικά: «Βάλτε φωτιά στην εκκλησιά, κάψτε τους Τούρκους μέσα, χίλια φλωριά να την χρωστώ, καινούρια να την φτιάσω» (του Μπουκουβάλα)· «Λεβέντες κάμετε καρδιά, σα Χριστιανοί φανήτε, Τους Τούρκους να παστρέψωμε, να πέσουνε στον τόπο» (του Κώστα Μπουκοβάλα)· «Να χύσωμ’ αίμα Τούρκικο, να φάνε κ’ οι κοράκοι» (του Γιάννη Στάθη).



Όσον αφορά στα Ορλωφικά ο Τούρκος καθηγητής Φικρέτ Αντανίρ (40:15) υποστηρίζει ότι «οι Οθωμανοί δεν ενδιαφέρονταν γι αυτές τις περιοχές, γιατί ήταν πολύ φτωχές. Ήταν άγονες και βραχώδεις…Αυτοί οι θύλακες τραβούσαν την προσοχή των ξένων δυνάμεων. Για να αποκτήσουν επιρροή στα Βαλκάνια, έπρεπε να πάρουν με το μέρος τους αυτές τις κοινότητες…». Παρ’ όλο που δεν ενδιαφέρονταν οι Οθωμανοί για την άγονη Ελλάδα, πολεμούσαν επί εννιά χρόνια προκειμένου να μην την χάσουν. Φαίνεται ότι απλώς θίχτηκε το οθωμανικό φιλότιμο από την εξέγερση, τόσο ώστε να ζητήσουν τη συνδρομή ακόμη και Μουσουλμάνων στασιαστών εναντίον της, όπως του Μεχμέτ Αλή. Η παραπάνω αντιμετώπιση των επαναστάσεων των Ελλήνων, ως απλώς υποκινούμενων από τις ξένες δυνάμεις, εντάσσεται στα πλαίσια της προσπάθειας να αποσιωπηθεί η ύπαρξη της οθωμανικής τυραννίας ή να υποτιμηθεί η έκτασή της. Οι Έλληνες δεν είχαν κανένα λόγο να επαναστατήσουν, περνούσαν ημιαυτόνομοι στα άγονα βράχια τους, που ήταν άχρηστα στους Τούρκους, και ζούσαν λίγο-πολύ ευχάριστα, λέει ο παραπάνω καθηγητής· άρα, η μόνη λογική εξήγηση για τις εξεγέρσεις τους είναι πως αυτές ήταν υποκινούμενες από το εξωτερικό. Η εξήγηση του Τούρκου καθηγητή εντάσσεται στο πλαίσιο της απαξίωσης από την τουρκική ιστοριογραφία της Ελληνικής Επανάστασης, η οποία είναι της μόδας και στην ελληνική ιστοριογραφία. Οι επαναστάτες του 1821 είναι για όχι λίγους Τούρκους ιστορικούς «ληστές» και «στασιαστές», και η Ελληνική Επανάσταση «στασιαστική ενέργεια κατά του κράτους» και «στάση του Μωριά», ωσάν να μην εξερράγη το 1821 η επανάσταση σε Θεσσαλία, Μακεδονία, Αιγαίο και Θράκη.



Ο παρουσιαστής θεωρεί (44:31) ως αιτία της αποτυχίας των Ορλωφικών είναι ότι οι Έλληνες δεν είδαν τα Ορλωφικά ως «τον σπόρο της επανάστασης κατά των Τούρκων», δηλαδή –θέλει να πει– δεν είχαν λόγο να επαναστατήσουν κατά ενός μη καταπιεστικού κράτους, και «συμμετείχαν μόνο στο βαθμό που εξυπηρετούσε τα δικά τους, τοπικά συμφέροντα. Το 1770 οι Έλληνες δεν λειτουργούν ακόμα σαν σύνολο, σαν έθνος· αυτό θα αλλάξει ριζικά τα πρώτα είκοσι χρόνια του επόμενου αιώνα». Ωστόσο, ο έντονος τοπικισμός υπήρχε και αργότερα, δεν μπορεί λοιπόν να θεωρηθεί η αιτία της αποτυχίας. Σημαντικός παράγοντας ήταν η ασυνεννοησία μεταξύ Ελλήνων και Ρώσσων. Βλέποντας τις λιγοστές ρωσσικές δυνάμεις οι Μανιάτες δείχθηκαν επιφυλακτικοί και λίγοι κατατάχθηκαν στο στρατό του Θ. Ορλώφ. Οι Ρώσσοι έλπιζαν να νικήσουν με τις δυνάμεις των Ελλήνων ενώ οι Έλληνες περίμεναν δυνάμεις ανάλογες με την έκταση του πολεμικού εγχειρήματος.



Στην συζήτηση μετά την πρώτη εκπομπή (12:37), προκειμένου να μαζευτούν τα αμάζευτα (έτσι όμως δημιουργείται αντίφαση) ο Βερέμης δέχεται «απολύτως» την άποψη ότι «το έθνος των Ελλήνων, προερχόμενο από τα βάθη της ιστορίας, με την κοινή γλώσσα και την κοινή θρησκεία, χειραφετείται έναντι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας». Ο Βερέμης (19:47-53) ισχυρίζεται ότι ο Κοραής προτιμούσε το Έλληνας αντί το Γραικός, ενώ είναι γνωστό ότι ο Κοραής έγραψε (Διάλογος δύο Γραικών) «Επρόκρινα το Γραικός, επειδή ούτω μας ονομάζουσι και όλα τα φωτισμένα έθνη της Ευρώπης» και όχι το «Έλληνας». Ο Βερέμης συνεχίζοντας (21:56 της συζήτησης) υποστηρίζει ότι ήταν ο Παπαρρηγόπουλος ο οποίος ένωσε Αρχαία Ελλάδα, Βυζάντιο και Νέο Ελληνισμό· ενώ είναι γνωστό ότι οι εθνοσυνελεύσεις του 1821 θεωρούσαν τους Βυζαντινούς Αυτοκράτορες «ημέτερους» και «αυτοκράτορες της Ελλάδας» διακηρύσσοντας πολύ πιο πριν από τον Παπαρρηγόπουλο την άποψη για την εθνική συνέχεια, και βέβαια μπορεί κανείς να πάει πιο πίσω, σε λογίους του 16ου και 17ου αιώνα με παρόμοιες απόψεις. Ο Βερέμης (20:59 της συζήτησης) υποστηρίζει ότι οι Βαλκάνιοι μαθαίνοντας ελληνικά και όντας Ορθόδοξοι εξελληνίζονταν· κάτι που αντιβαίνει στην άποψη της πρώτης εκπομπής ότι η ελληνοφωνία συνδυαζόμενη με την Ορθοδοξία δεν συνεπάγεται την (νέα) ελληνικότητα. Ο Τατσόπουλος υποστηρίζει (42:02, 42:21 και 45:15-34 της συζήτησης) ότι «δεν υπήρξε η Αγία Λαύρα». Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός δεν βρισκόταν στην Λαύρα στις 25/3 αλλά στην Πάτρα, και την ημέρα εκείνη όρκισε τους πατρινούς επαναστάτες στην πλατεία Αγίου Γεωργίου (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ’, σ. 86). Η «Αγία Λαύρα» υπήρξε. Όχι στις 25/3 αλλά στις 17/3: «Μαρτυρίες από οικογενειακά αρχεία αγωνιστών που αναφέρουν ότι όχι μόνο αποφασίστηκε τότε στην Αγία Λαύρα η έναρξη της Επαναστάσεως αλλά πως έγινε και ειδική δοξολογία στις 17 Μαρτίου, ημέρα εορτής του τιμωμένου εκεί Αγίου Αλεξίου, και επακολούθησε ορκωμοσία» (ό.π., σ. 82). Όσο κι αν συνιστά μύθο η άποψη ότι η επανάσταση ξεκίνησε στις 25/3 άλλο τόσο μυθοπλασία συνιστά η άποψη που αποσιωπά το ότι οι Επαναστάτες (βλ. τα απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη) είχαν ρητά επιλέξει την 25/3 ως ημερομηνία έναρξης της επανάστασης ακριβώς επειδή ήταν η χριστιανική γιορτή του Ευαγγελισμού, ασχέτως του αν, επειδή οι Τούρκοι είχαν αντιληφθεί τα σχέδια των επαναστατών, οι τελευταίοι εξεγέρθηκαν μερικές μέρες νωρίτερα.



Κλείνοντας, κανείς μπορεί να απορήσει πώς γίνεται σε μία μόνο εκπομπή να καλύπτεται η περίοδος από τον 15ο αιώνα ώς τα Ορλωφικά. Είναι πράγματι εντυπωσιακό ότι 300 χρόνια περιγράφονται τόσο γρήγορα και, όχι λίγες φορές, με σοβαρές αποσιωπήσεις, με αρκετές ανακρίβειες και με όχι ασήμαντες αντιφάσεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου