Youtube

Youtube
Βρείτε το κανάλι μας στην ψηφιακή πλατφόρμα youtube.

Δευτέρα 21 Απριλίου 2014

Σωτήρης Γουνελάς:ο Σταυρός και η Ανάσταση πάντα στη θέση τους



Οι άνθρωποι αυτής της χώρας ζούμε από αρχαιοτάτων χρόνων τυλιγμένοι στον λόγο. Αυτό τον λόγο έναςφιλόσοφος, ένας άνθρωπος δηλαδή αλλοιώτικος από τους άλλους, με μυστικές εμπειρίες και ‘αποκαλύψεις’, που παραιτήθηκε από την βασιλική εξουσία και την παρέδωσε στον αδελφό του, ύψωσε τη σημασία του σε επίπεδο σύμπαντος, μίλησε για τον Λόγο αρμονιστή των πάντων και την ίδια στιγμή μίλησε για τον λόγο που προερχόμενος από τον Άλλο (Λόγο) κατοικεί τους ανθρώπους (το πόσο αυτοί έχουν επίγνωση του πράγματος είναι άλλο ζήτημα, που, ωστόσο, και αυτό, το διευκρίνισε ο Ηράκλειτος).
Άνθρωποι σαν τον Ηράκλειτο μίλησαν για το μυστήριο της ζωής, συνέλαβαν το εξώκοσμο στοιχείο, συνέλαβαν την κρυμμένη αρμονία, έφτασαν σε μονοθεϊσμό. Ο μύθος του σπηλαίου στον Σωκράτη-Πλάτωνα μας βάζει μπροστά στη διάσταση του Λόγου-Φωτός (γιατί και τα δύο είναι υπερβατικά και θεία) και δείχνει την ανάδυση απο την ψευδαίσθηση στην αληθινή αίσθηση, από τον κλειστό κύκλο της ζωής-οι δεσμώτες που δεν μπορούν ούτε το κεφάλι τους καλά καλά να σηκώσουν- στην απελευθέρωση που ενεργεί ο Λόγος-Φως και που αλλάζει όλη την προοπτική του ανθρώπου, ή μάλλον της ψυχής του, γιατί ο άνθρωπος στους αρχαίους φιλο-σόφους και ποιητές είναι πρώτιστα ψυχή και ελάχιστα ψυχοσωματική ενότητα. Ακολουθεί και αυτό την αρχέγονη Πτώση, η οποία στον Πλάτωνα έχει τη μορφή φυλάκισης της ψυχής μέσα στο σώμα, εξ ου και η ανάγκη λύτρωσής της από αυτό για να ξαναβρεί την ουράνια όψη της και την συναναστροφή της με το Αγαθό.
Είπα ‘ακολουθεί την αρχέγονη Πτώση’ γιατί και μέσα από την ιουδαϊκή και χριστιανική Παράδοση, Πτώση σημαίνει ένα είδος βιολογικής αποθέωσης του ανθρώπου, την απώλεια της φωτεινότητας, της διαφάνειας και της αρχικής μακαριότητας, η οποία μπορεί στην πρώτη της όψη να μην ήταν ούτε ολοκληρωμένη, ούτε τέλεια, αλλά είχε δοθεί, είχαν μπολιαστεί οι πρωτόπλαστοι με αυτή την «πνοήν ζωής» (Γεν.2,7)  και καθετί θεϊκό είναι φωτεινό, αγαθό και καλό λίαν, αλλιώς ούτε θεϊκό είναι ούτε υπερβατικό.
Μα μαζί με τον άνθρωπο της Πτώσης χάνει και η κτίση την αληθινή της όψη, στερεοποιείται και υλικοποιείται, γιατί ο άνθρωπος αυτός βλέπει το σύμπαν με τα μάτια της έκπτωσής του, κατασκευάζει κατά κάποιο τρόπο έναν άλλο κόσμο, σύμφωνα με τη δική του εικόνα και όχι με την εικόνα του Δημιουργού.  Όπως βρίσκεται μέσα στο χρόνο της φθοράς και του θανάτου, έτσι μεταθέτει σε όλα τις διαστάσεις αυτές, στο Θεό, στην κτίση, στον εαυτό του και στον διπλανό του, και όλα τείνουν να αποκτήσουν μια παγερότητα, μια υλικότητα γυαλιστερή αλλά άψυχη. Τα χωριστά εγώ του ατομικοποιημένου ανθρώπου συμπλέκονται σε όλα τα επίπεδα, συσκοτίζουν τα πάντα, επινοούν φανταστικούς κόσμους, αλλοιώνουν τα πάντα, διαιρούν τα πάντα, τινάζουν στον αέρα την Ενότητα και την Αλήθεια που υπαγορεύει η Τριάδα. Πίσω από κάθε ναρκισσισμό, πίσω από κάθε αυτοειδωλοποίηση ο άνθρωπος παραμένει ριγμένος έ ξ ω από τον εαυτό του, έχει εξέλθει εδώ και αιώνες και αυτή του την αποξένωση την μεταδίδει παντού.
Αντί ο άνθρωπος να φωτίζει τον κόσμο, την κτίση και να συμβάλλει στην ‘των πάντων ενότητα’, αντί να εκπέμπει από μέσα του το Φως που έλαβε ‘εν αρχή’, λαμβάνει το φως από τον φυσικό ήλιο, και όλα λίγο πολύ περιστρέφονται γύρω από αυτόν. «Ο ήλιος του κόσμου έπρεπε να είναι ο άνθρωπος», γράφει κάπου ο Μπερντιάεφ, και αυτή του η διατύπωση σχετίζεται  κ α ι  με το πλατωνικό σπήλαιο (έξοδος στο Φως) και με το Φως του ‘Ηλίου της Δικαιοσύνης’, που είναι η Ζωή και η Αλήθεια, το Φως που ‘φαίνει εν τη σκοτία’ και που δεν το αγγίζει ούτε φθορά, ούτε θάνατος, ούτε απάτη.
Το Φως αυτό το πρωτοείδαν οι μαθητές στο Θαβώρ και μάλιστα όχι όλοι παρά μονάχα οι τρεις. Η Μεταμόρφωση αυτή δεν έγινε μόνο και μόνο για να φανερωθεί η δόξα του Χριστού, αλλά για να δοθεί όσο γινόταν πιο απτά η προοπτική της ζωής των ανθρώπων, η δική μας μεταμόρφωση που είναι και μια άλλη ανάσταση. Ο Χριστός έλαμψε σαν τον ήλιο, η λάμψη αυτή φανερώθηκε διαμέσου του σώματός Του, αποκαλύφθηκε η θεία Του φύση ορατώς, μπροστά στα μάτια των τρομαγμένων μαθητών που δεν άντεχαν τόση θεία πραγματικότητα. 
Αλλά εκείνοι, μετά την Ανάσταση και προπαντός μετά την Πεντηκοστή, πήραν μέσα τους τη θεία πραγματικότητα και πορεύτηκαν στον εξαγιασμό ανθρώπων και πραγμάτων. Εγιναν ‘καινοί’ άνθρωποι και ανακαίνισαν τον κόσμο.  Όταν αυτό δεν γίνεται-και όντως δεν γίνεται για την μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων-φορτωνόμαστε με άλλου είδους φορτία μιας πεζής και επίγειας πραγματικότητας και μέσα μας χορεύει κάθε λογής φαντασίωση, κάθε λογής αλλοτριωμένη ζωή. Ζούμε και αντικρύζουμε τη ζωή μέσα από ένα φίλτρο σαν την ινδική ‘μάγια’: φίλτρο ψευδαίσθησης και απάτης. 
Η Ανάσταση του Χριστού είναι κάλεσμα οικείωσής μας με το θαύμα και  το Φως. Αυτό που χάθηκε στο δρόμο των αιώνων, αυτό που απωλέσαμε με την αρχέγονη Πτώση-που σήμερα κοντεύουμε και εμείς οι χριστιανοί να μην καταλαβαίνουμε τι σήμαινε- και σκοτείνιασε  η αληθινή εικόνα μας –δηλαδή το ‘κατ’ εικόνα’. Για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα ψάχναμε μέσα από την ποίηση, τη φιλοσοφία, τη θεολογία, τις επιστήμες, τις τέχνες να το βρούμε, έχοντας επίγνωση του τί χάσαμε ή μη έχοντας. Από μια στιγμή και ύστερα- Νεώτεροι χρόνοι-η αναζήτηση ξεστράτισε σε ιδιάζοντα μηδενισμό, σε γενικευμένη ειδωλοποίηση και ειδωλολατρεία, σε ζωή αφαιρέσεων και πλαστών αναγκών. Είναι εκπληκτικό με τι ελαφρότητα οι άνθρωποι αποστράφηκαν πνευματικές αλήθειες δοκιμασμένες στη διάρκεια αιώνων και στράφηκαν σε επινοήσεις ζωής, σε γιγαντισμούς τεχνικών εφευρέσεων, λησμονώντας ότι «όπως κανένας άνθρωπος δεν γεννιέται μόνος του έτσι δεν ανήκει στον εαυτό του» και πως αν το κάνει αυτό μέσα από μια αποθέωση ατομοκρατίας είναι σαν να αυτοκτονεί. 
Η Ανάσταση είναι μια Πράξη που κόβει τον Κόσμο στη μέση, τελειώνει ότι υπήρχε μέχρι τότε και ΟΛΑ υπάρχουν ‘εν ετέρα μορφή’. Εισάγεται αυτή η ‘ετέρα μορφή’ δια των μυστηρίων. Εισάγεται τον πρώτο καιρό με μια απλότητα, με μια αμεσότητα. Ο αναστημένος περπατά στο πλάι των μαθητών και δεν παίρνουν είδηση. Έχει τεράστια σημασία η μυστικότητα στη ζωή, έχει μεγάλη σημασία η μυχιότητα. «Μή δώτε το άγιον τοις κυσίν» (Ματθ. 7, 6) ή «πρόσευξαι τω πατρί σου τω εν τω κρυπτώ» (Ματθ. 6,6). Εισάγεται η απελευθέρωση της ζωής από τις ανάγκες, η οικείωση με το άρρητο. Τελειώνει ο βιασμός της φύσης από τη μαγεία και καθιερώνεται η ιερότητα της δημιουργίας. Έχει προηγηθεί ένα μεγάλο ταξίδι . Ο Χριστός έχει κατέβει στα έγκατα, εκεί που κατέβηκε η ανθρωπότητα μετά τον Αδάμ, γεγονός που προεικονίζει ήδη η Γέννησή Του στο σκοτεινό σπήλαιο. Ο Ευδοκίμωφ κάνει μια θαυμαστή παρατήρηση: «Τα σπάργανα του παιδίου έχουν ακριβώς την μορφή των νεκρικών σαβάνων, που ο άγγελος θα δείξη στις Μυροφόρες γυναίκες το πρωί της Αναστάσεως» (Η πάλη με τον Θεόν). Από το σκοτάδι του σπηλαίου το σπαργανωμένο βρέφος φέρνει το άλλο Φως και κατεβαίνοντας στον Άδη μεταμορφώνε ι το μαύρο σε λευκό, καταυγάζει με αυτό το Φως τα σκοτάδια.  Ολόκληρη η ζωή του Χριστού είναι μια εναλλαγή σκοταδιού και Φωτός, μια πάλη με τους ποικίλους θανάτους, τους κλειστούς και ανοιχτούς τάφους, την παγερότητα, την αναλγησία, τον φαρισαϊσμό, την κάθε λογής απάτη. Έρχεται να κλείσει τις θύρες του χρόνου, του χώρου, των φυσικών στοιχείων της γης, του νερού, του αέρα, της φωτιάς, για να τις ανοίξει στην αιωνιότητα, να τις μπολιάσει ανάσταση, να τις εξαγιάσει. 
Ωστόσο, για όλα αυτά προηγείται η κένωση, ο σταυρός, η απάρνηση της παντοδυναμίας, η έκθεση σε κάθε σπίλο του κόσμου και του κακού, η αποδοχή της απανθρωπίας και της κτηνωδίας για να νικηθούν, να καούν ανάμεσα Σταυρό και Ανάσταση, να συντριφτούν όπως οι μοχλοί του Άδη. Δεν θαυματουργεί ο Χριστός ως μάγος, θαυματουργεί ως σταυρωμένη Αγάπη, θαυματουργεί ως Πάσχων, σε μια κορύφωση Υπακοής στον Πατέρα που είναι ταυτόχρονα κορύφωση Ελευθερίας που γίνεται Ανάσταση. Αλλιώς πως θα ακουόταν εκείνο το «εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί της γης» (Ματθ. 28,18); 
Αλλά πώς συνεχίζουμε εμείς; Παραδομένοι στον κόσμο και στα τερτίπια του, συμβιβασμένοι, άχόρταγοι, πληθωρικοί, ματαιόσπουδοι, ανθρωπολάτρες, αθεράπευτοι, νήπιοι σαν τους συντρόφους του Οδυσσέα; Τί κουρνιαχτός είναι αυτός που έχει απλωθεί στον κόσμο και μάλιστα με ηλεκτρονικά μέσα, με αδιάκοπη αντάρα, βουητό, ηχορύπανση ανελέητη; Σε ποιό βαθμό καταλαβαίνουμε ότι άλλο πράγμα είναι ο άνθρωπος-δημιούργημα που επιλέγει ελεύθερα (γιατί έχει βούληση) τη σχέση του με την Τριάδα (δια του Υιού) και άλλο πράγμα, να είναι απλώς δημιούργημα ή ούτε καν τέτοιο, αλλά ένα πλάσμα που βρέθηκε τυχαία μέσα στον κόσμο, ή αποτελεί μέρος της φυσικής και υλικής αλυσσίδας της ζωής; 
Ο αποχριστιανισμός της ζωής έχει ωθήσει στο περιθώριο τις ουσιαστικές διακρίσεις και διευκρινήσεις για την Αγάπη, τη Ζωή, την Αλήθεια, την Ομορφιά, το Θάνατο, τη Σχέση, την Ανάσταση. Σε ποιό βαθμό ένας άνθρωπος υπάρχει, νιώθει την ύπαρξή του χωρίς Αγάπη, χωρίς Σχέση, χωρίς αναφορά στην Τριάδα; Και πώς ένας τέτοιος άνθρωπος θα καταλάβει κάτι για την Ανάσταση; Για την Ανάσταση στη ζωή του, γι’ αυτό το ρεύμα ουράνιας χαράς που συμπαρασύρει τα παντα και τα ανακαινίζει όταν αιστανθεί ο άνθρωπος την αύρα της αιωνιότητας, όταν ζει με την αίσθηση της υπέρβασης του θανάτου, λόγω της μετοχής του στο Μυστήριο της εν Χριστώ ζωής. Γιατί η Ανάσταση του Χριστού εγκαινιάζει τη δική μας και καλεί στη δική μας ανάσταση, εδώ σε τούτη την επίγεια ζωή. Το γεγονός ότι στην Εκκλησία η εσχατολογική πραγματικότητα έρχεται και σμίγει με την ιστορική, με την παρούσα, δεν σημαίνει ότι ζω για το μέλλον και το έσχατο, σημαίνει ότι φέρνω το έσχατο στον παρόντα καιρό, ανοίγομαι σήμερα στο αναστάσιμο Φως, που σημαίνει αγιάζομαι και φωτίζομαι και έτσι αλλάζω εν τοις εγκάτοις τη ζωή μου. Και κάτι ακόμη: η ανάσταση δεν έρχεται μετά το σταυρό, όπως δεν έρχεται και χωρίς τον σταυρό: κατοικεί μέσαθέ του, βρίσκεται ήδη μέσα του και εκπέμπεται έξω, ανακαινίζει,  φωτίζει και ειρηνεύει. 

Πρώτη έντυπη δημοσίευση "Νέα Ευθύνη" τχ. 22 (Mάρτιος-Απρίλιος) 2014 σελ.231-234


Δευτέρα 7 Απριλίου 2014

Νάσος Βαγενάς: Επετειακά


Ο εορτασμός της 25ης Μαρτίου έδωσε πάλι αφορμή να αναζωπυρωθεί στις εφημερίδες η εμφύλια σύγκρουση πολιτισμών που μας ταλαιπωρεί με την ιδιαίτερη έντασή της τις τελευταίες δεκαετίες. Οι εμπροσθοφυλακές των δύο αντίπαλων παρατάξεων - οι θεματοφύλακες της ιστορικής συνέχειας του Ελληνισμού, από τη μια, και οι εισαγωγείς της εθνικής παρθενογένεσης του 1821, από την άλλη - διασταύρωσαν πάλι τα ξίφη τους, με λιγότερο, είναι αλήθεια, μένος αυτή τη φορά, προφανώς εξασθενημένοι από τις συνέπειες του Μνημονίου. Ετσι ακούσαμε για Μαραθώνες και Θερμοπύλες από τους μεν και για ανυπαρξία νεοελληνικού έθνους πριν από την Επανάσταση από τους άλλους.

Εντύπωση μού προκάλεσε από τους δε η ιστοριογραφική και φιλολογική ενημερότητα ενός νεαρού δημοσιογράφου που ως απόδειξη της ανυπαρξίας εθνικού αισθήματος πριν από το 1821 υπογράμμιζε «το γεγονός ότι τέτοιο αίσθημα δεν υπάρχει στα γραμμένα στη νεοελληνική γλώσσα ποιήματα των περιόδων πριν από την Επανάσταση». Ο υπογραμμίζων παρέπεμπε, ως μη ειδικός, στις «νέες» επί του θέματος «διαπιστώσεις αρμοδίων καθ' ύλην πανεπιστημιακών καθηγητών» παραθέτοντας το πόρισμα ενός από αυτούς: «Σ' εκείνα τα κρίσιμα χρόνια 1821-1831» διαβάζουμε σε αυτό «η ποίηση συνδέθηκε με το εθνικό συναίσθημα, κάτι ανύπαρκτο παλαιότερα».

Είναι καλό να ενημερώνονται οι εγρήγοροι δημοσιογράφοι· καλύτερο όμως είναι να γρηγορούν οι καθεύδοντες πανεπιστημιακοί - θέλω να πω, να μην ενημερώνονται μόνο από τις θεωρίες του γνωστικού τους πεδίου αλλά και από την έρευνα αυτού του πεδίου (από την ενδελεχή έρευνα, από την οποία παράγεται η ευσταθής θεωρία). Η βεβαιότητα ότι δεν υπήρχε εθνικό συναίσθημα στην Ελλάδα πριν από το 1821 είναι απόρροια μιας ατεκμηρίωτης ιστοριογραφικής θεωρίας - ακριβέστερα: μιας θεωρίας ασύστατης, γιατί το σκεπτικό της έχει διατυπωθεί ερήμην της ιστορικής πραγματικότητας των πριν από την Επανάσταση εποχών.

Ποια είναι αυτή η πραγματικότητα; Ας αφήσουμε κατά μέρος τους συγγραφείς που συνθέτουν κατά τον 16ο και τον 17ο αιώνα στην αρχαία ελληνική ποιητικούς θρήνους για την κατάσταση της Ελλάδας με εκκλήσεις προς τους Δυτικούς να την ελευθερώσουν (Μ. Μουσούρος, Αντ. Επαρχος, Μ. Δεβαρής, Λ. Αλλάτιος, Μ. Καρυφύλλης, Ι. Κωττούνιος)· ας παραλείψουμε τα γραμμένα σε δημώδη γλώσσα ποιήματα των πρώτων μεταβυζαντινών αιώνων στα οποία εκφράζεται εύγλωττα νεοελληνικό εθνικό συναίσθημα: τη Βελισαριάδα, πολυανατυπούμενο ανάγνωσμα των αρχών του 16ου αιώνα («Ελλήνων παίδες είμεθεν, ως Ελληνες φανώμεν»)· τον «Θρήνο και κλαυθμό της Κωνσταντινουπόλεως» (αρχές του 17ου αιώνα) του Ματθαίου Μυρέων («Πώς εκαταστάθηκε το γένος των Ελλήνων», που «εξάπλωσε στην οικουμένη όλη τη φρόνησι και τη σοφία», τώρα να εξουσιάζεται από «το γένος των βαρβάρων»)· το ομόθρηνο στιχούργημα του Παπα-Συναδηνού του Σερραίου (μέσα του 17ου αιώνα), που επαναλαμβάνει κατά λέξη τους παραπάνω (και πολλούς άλλους) στίχους του Ματθαίου Μυρέων· τον Κρητικό πόλεμο (1681) του Μ. Τζ. Μπουνιαλή («κι εις τον Πονέντε ν' ακουστεί οι Γραίγοι πώς μαλώνουν» = πολεμούν)· και ας περιοριστούμε «στις περιόδους πριν από την Επανάσταση», δηλαδή στον 18ο αιώνα. Θα δούμε ότι οι τρεις σημαντικότεροι έλληνες ποιητές αυτού του αιώνα (και όχι μόνο αυτοί) όχι μόνο αισθάνονται εθνικά συναισθήματα αλλά και τα δηλώνουν.

Ο Κεφαλλονίτης Πέτρος Κατσαΐτης στο ιστορικό ποίημά του Κλαυθμός Πελοποννήσου (1716) παρουσιάζει την Πελοπόννησο να θρηνεί για την ανακατάληψή της από τους Οθωμανούς (1715), ενώ «η αδελφή της» Ελλάδα προσπαθεί να την παρηγορήσει. Οι δύο αδελφές,  «θυμώντας» τους αρχαίους έλληνες προγόνους («τους εδικούς μας/ πόκαμναν δόξα του ονόματού μας»), οραματίζονται την ημέρα της απελευθέρωσής τους. Αλλά και στον επίλογο της τραγωδίας του Ιφιγένεια (1720) ο Κατσαΐτης προτρέπει τους απογόνους «των άξιων προγονέων Ελλήνων» να πάρουν «ξόμπλι [παράδειγμα] οκ τούτους» και να θυσιάζονται «για της πατρίδος την τιμή».

Στο ποίημα με τον ενδεικτικό τίτλο «Κατά των Τουρκοφίλων», σε δύο σονέτα, καθώς και σε ιταλικά του ποιήματα (όλα του 1771), ο Χιώτης Θωμάς Βελάστης δεν συγκρατεί το εθνικό του συναίσθημα. Είναι η εποχή των Ορλωφικών και οι ελπίδες των Ελλήνων για λυτρωτική επέμβαση των Ρώσων βρίσκονται στα ύψη. Με στίχους γεμάτους μυθολογικές αναφορές που εξαίρουν το προγονικό αρχαιοελληνικό μεγαλείο, ο Βελάστης ζητά να πάψει «η Διχομερία» (η Διχόνοια) και καλεί τη Μεγάλη Αικατερίνη να γίνει «ελευθερώτρια της Ελλάδας από την τυραννία των Τούρκων».

Ο Σκοπελίτης Καισάριος Δαπόντες σε ποιητικά έργα του αυτοπροσδιορίζεται εθνικά με το όνομα Γραικός (Καθρέπτης Γυναικών, 1766), θεωρεί τους αρχαίους Ελληνες «πάλαι προπάτορές μας» και προγόνους «προχθεσινούς» τους Βυζαντινούς, πιστεύει ότι η ελληνική ιστορία αριθμεί ως την εποχή του «τρεις χιλιάδες χρόνους», «ελεεινολογεί» για την κατάντια του «το γένος μας το τωρινό» (Κήπος Χαρίτων, 1768) και γράφει γι' αυτό στίχους γεμάτους οδύνη, ανάμεσα στους οποίους και τον γνωστό θρήνο για την Ελλάδα της εποχής του («Ελλάς, καθέδρα των εθνών...», Γεωγραφική Ιστορία, π. 1770), πλήρη εθνικού συναισθήματος.

Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
πηγή:ΤΟ ΒΗΜΑ,http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=584157

Κυριακή 6 Απριλίου 2014

«Συναντήθηκα με το θαύμα σα φίλος» Τα πεζά του ποιητή Νίκου Καρούζου


ΡΗΞΗ Φ.103

                                                                     Α'

Οι ποιητές, διασώζουν στα γραπτά τους κείμενα μια  βαθιά αίσθηση του κόσμου αλλά και της γλώσσας που γράφουν . Γι’ αυτό τα δοκίμια ποιητών όπως του Ν. Καρούζου, ή του Γ. Σεφέρη, ή του Ο. Ελύτη  μας ενδιαφέρουν γνωστικά και μας γοητεύουν αισθητικά.
Από τις εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ, το 1993,  εκδόθηκαν το σύντομο δοκίμιο του Ν. Καρούζου «Μεταφυσικές εντυπώσεις απ’ τη ζωή ως το θέατρο» και το 2010  η εκτενέστερη και πληρέστερη συλλογή,  σε φιλολογική επιμέλεια της Ελισάβετ Λαλουδάκη  με τον τίτλο «Πεζά κείμενα». 
Στο πρώτο βραχύβιο δοκίμιο, που γράφτηκε το 1966, ο κόσμος ερμηνεύεται ως προέκταση μίας πραγματικότητας που τον ξεπερνά. Ο άνθρωπος αναζητεί το Ιερό ώστε «κάθε θρησκεία είναι κι από ένα βαθύ δικαίωμα της ανυποταξίας του ζώντος θεού»[1]. Σε αυτή του την προσπάθεια η ποίηση έρχεται ως αρωγός και συμπαραστάτης καθώς η ποίηση «χαρίζει την ολοκληρία της γλώσσας, μ’ άλλα λόγια την άναρχη οντότητα της γλώσσας εσχατικά του μύθου»[2], ενώ η θρησκεία «συνεχόμενο προς την ποίηση λειτούργημα » μας «χαρίζει τη μυθική ολοκληρία της γλώσσας»[3].
 Ο Καρούζος ταυτίζει ελευθερία και θρησκεία , ελευθερία και πίστη ενώ «στη νύχτα της υπάρξεως, και ο προφήτης και ο ποιητής, όργανα λεπτότατα του φωτός, ταυτόσημα εξεργάζονται την απροσμέτρητη οδύνη, που συνειδηταίνει και το φως, που φανερώνει πως ακόμη και το φως είναι μύθος. Ο θεός, αλήθεια, είναι πιο νυχτερινός κι απ’ τη νύχτα, πιο λέξη από κάθε λέξη, περ’ απ’ τις λέξεις όλες, περ’ από κάθε φως»[4]. Η αναζήτηση του Ιερού, της θεότητας, της αγιότητας  τελικά «είναι ο βαθύτερος πραγματισμός της υπάρξεως, η βαθύτερη χρήση της ελευθερίας, το εσώτατο κίνητρο, που κατευθύνει στην κλίμακα των απελευθερώσεων έως το θάνατο και τη θέωση. Ο άνθρωπος ακαταμάχητα θέλει το ύψος, εκείνο που τον λυτρώνει απ’ τις αμέτρητες αιχμαλωσίες του αποτελέσματος και του χαρίζει την ποθούμενη και γι’ αυτό τόσο ρεαλιστική αυτοβεβαίωση. Άρα, λοιπόν, η μεταφυσική αντίληψη δεν είναι παρανόηση της φυσικότητας, μα είναι η αποκορύφωση της φυσικότητας, η δύναμη που κάνει κατόρθωμα τη φυσικότητα και που χωρίς τη λειτουργία της η φυσικότητα σκλαβώνει τον άνθρωπο»[5].
Ο Καρούζος γεφυρώνει το εντεύθεν με το εκείθεν, ώστε οι αναχωρητές, τα ενσαρκωμένα  παραδείγματα αυτής διαδρομής, δεν συνιστούν  φυγή από τον κόσμο, αλλά «οι ελευθερούμενοι προς την αγιότητα, με το να είναι ωφέλιμοι στο θεό είναι και για τον κόσμον ωφέλιμοι»[6]. Η πορεία προς την αγιότητα αποδίδει αυτοδυναμία στην εσωτερικότητα και αρτίωση. Στο έργο του Μπέκετ «Περιμένοντας τον Γκοντό» αποκαλύπτει μια άλλη οδό αναζήτησης της αγιότητας καθώς «το αρνητικό της οντικής παραδοξότητας, που μπορεί με τη δύναμη της αδιάστατης τωρινότητας να φανερώσει το θεό. Ώστε να αναβλύσει μέσα μας ερωτική ελευθερία, που να μας οδηγεί δημιουργικά στο βασίλειο του ταυτιστικού ευτυχισμού, εκείνου που, εγκαταλείποντας τα δεσμά του συνειδησιακού βασιλείου, αγγίζει τώρα και για μας την ολότητα, τη θεότητα»[7].
Η ζωή όσο και η ποίηση του Ν. Καρούζου έχει σφραγισθεί από το θεμελιακό γεγονός, της απώθησης του θανάτου και της αναζήτησης του Θεού, σε ένα κόσμο που όμως λειτουργεί χωρίς τον Θεό.
Τα περισσότερα από τα μικρά δοκίμια του Ν. Καρούζου δημοσιεύθηκαν στο σημαντικό περιοδικό «Ευθύνη». Σε ένα από αυτά που δημοσιεύθηκε στο τεύχος 31 τον Νοέμβριο του 1963 αφενός υπερασπίζεται τον εκκλησιαστικό χαρακτήρα της ποίησης  του από την μανιασμένη επίθεση ενός μέρους της κριτικής που δεν μπορεί να αποδεχθεί κάτι τέτοιο, αφετέρου προσπαθεί να κάνει έναν σύντομο προσωπικό απολογισμό. Για εκείνους  που η «κοινοτοπία της αθεΐας»  τους οδηγεί να θεωρούν σαν ανέφικτη την ποιότητα στην τέχνη με τον εκκλησιαστικό χαρακτήρα της, απαντά με το παράδειγμα του Πασκάλ, το «τρομερό λουλούδι της υπάρξεως, που με τόση εσωτερική λάμψη μας έδειξε ολότελα την ηλιθιότητα της λογικής, φανερώνοντας την ακεραιότητα της αγωνίας, υπήρξε φαίνεται, τυχερός –για χάρη του Θεού- με το να μη γεννηθεί Έλληνας κι ακόμη με το να ζήσει σ’ άλλη εποχή, με άλλη μορφή παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων»[8]. Το τελευταίο ισχύει διότι ο Πασκάλ γλίτωσε από την φανατισμένες επιθέσεις κάποιων Ελλήνων κριτικών.
Ο Καρούζος επιχειρώντας μια προσωπική αναδρομή γράφει ότι κατά την νεότητά του αγάπησε την «δυναμική πεπρωμενοκρατία του Nietzsche, τις θυελλοφόρες  κορυφές του Ζαρατούστρα, έζησα τη μεγάλη ανάσα της δρακόντειας απελπισιάς που κομματιάζει το στήθος και φτύνει τη λογική. Ερωτεύτηκα το μαρξισμό, γεμάτος ερωτήματα για τη ναρκισσευόμενη λογική του, και πέρασα στην περιπέτεια του κοινωνικού επαναστάτη, κρατώντας σαν ιψενικός ήρωας  -δηλαδή  μοναχικά κι ανώφελα- τη σημαία του Ιδανικού με πάθος. Επίσης, χώθηκα στη γαλαρία του Freud, ως ένα σημείο γοητευμένος»[9].
Οι πνευματικές του περιπέτειες δεν είναι παρά τα αναγκαία βήματα, τα γυμνάσματα της ψυχής, για να δει,  όπως λέει ο λαός μας, «Θεού πρόσωπο». Γράφει λοιπόν : «Έτρωγα το χρόνο, για να βγω στο ξέφωτο του Ιησού με την ψυχή οριστικά έκπληκτη. Συναντήθηκα με το θαύμα σα φίλος. Ο Nietzsche χαστούκισε το θαύμα , κι όμως ήτανε καλή αφετηρία για την ευσέβεια. Με βοήθησε –τι περίεργο ίσως- να θυμηθώ τον Ιησού, με βοήθησε αποφασιστικά. Νιώθω σήμερα πως ήμουνα στους καιρούς της νεότητας αρραβωνιασμένος με την αγωνία. Γιατί βλέπω κάθε εικοσιτετράωρο και πιο καθαρά, πως η θρησκευτικότητα είναι ο γάμος με την αγωνία. Και δεν μπορούσε να ήτανε άλλη απ’ το Χριστιανισμό η θρησκεία μου στην Ελλάδα. Και δεν μπορώ να βεβαιώσω τίποτα μέσα μου δίχως την Ορθοδοξία των Ελλήνων. Όταν γύριζα στον αυστηρό Ιησού γύριζα στις ρίζες μου, όταν γύριζα στον απέραντο Ιησού γύριζα στο μέλλον»[10]
Ο Ν. Καρούζος με διαύγεια δείχνει ότι ακολουθώντας τα βήματα του Νίτσε μπορεί να συναντηθούμε με τον Θεό. Αλλά πιο μεγάλη σπουδαιότητα έχει η υπαρξιακής αφετηρίας ταύτιση της θρησκείας με την αγωνία και το συμπέρασμα που φτάνει, ότι η ορθοδοξία  και ο νέος ελληνισμός έχουν μια προνομιακή σχέση. Θα  μπορούσαμε να συμπληρώσουμε πως διαβάζοντας τα ποιήματα και πεζά του, ότι έχει θεμελιώσει μια καρδιακή, πυρηνική σχέση με την γλώσσα μας, τις λέξεις, τις φράσεις της, ώστε με τον λόγο του κατακτά νέες δυνατότητες. Θυμίζει σε αυτόν τόσο τον Ηράκλειτο (κοινός Λόγος) όσο και τον Βιτγκενστάιν (τα όρια της γλώσσας μου σημαίνουν τα όρια του κόσμου μου), που δοκιμάστηκαν με την αναζήτηση των ορίων και των δυνατοτήτων  του λόγου και της γλώσσας.  





[1] Νίκος Καρούζος, Μεταφυσικές εντυπώσεις απ’ τη ζωή ως το θέατρο, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 1993, σελ.15.
[2] ό.,π. σελ. 15.
[3] ό.,π. σελ. 16.
[4] ό.,π. σελ. 16.
[5] ό.,π. σελ. 18.
[6] ό.,π. σελ. 20.
[7] Ό. π. , σελ. 37.
[8] Νίκος Καρούζος, Πεζά κείμενα, φιλολογική επιμέλεια Ελισάβετ Λαλουδάκη, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρεία, Αθήνα 2010, σελ. 43.
[9] Ό. π., σελ. 44.
[10] Ό. π., σελ. 44.