Youtube

Youtube
Βρείτε το κανάλι μας στην ψηφιακή πλατφόρμα youtube.

Παρασκευή 20 Μαρτίου 2015

28/3/2015, 12 το μεσημέρι στον Αρμό παρουσιάζουμε με τον Θ.Ζιάκα και τον Γ.Τσέγκο το βιβλίο του E.Gellner "Το ψυχαναλυτικό κίνημα- η πανουργία του παραλόγου"




















Έρνεστ  Γκέλλνερ: Από την γενεαλογία του εθνικισμού  στην κριτική του ψυχαναλυτικού κινήματος


Ο Ε.Γκέλλνερ εβραϊκής καταγωγής γεννήθηκε στην Πράγα το 1925. Λόγω των ναζιστικών διώξεων,  αναγκάστηκε, να μεταναστεύσει το 1939 στο Λονδίνο, όπου ακολούθησε   ακαδημαϊκή καριέρα στο LSE και έγραψε  ένα εκτενές, γόνιμο και ενδιαφέρον έργο, που διακρίνεται από την έλλειψη δογματισμού και την διεπιστημονικότητα.
Στην χώρα μας είναι κυρίως γνωστός για τα δύο έργα του με θέμα τον εθνικισμό, με τίτλο "Έθνη και εθνικισμός "(μετ. Δώρα Λαφαζάνη, εκδόσεις Αλεξάνδρεια 1992) και "Εθνικισμός: πολιτισμός, πίστη και εξουσία"(μετ. Λύδια Παπαδάκη, εκδόσεις Αλεξάνδρεια 2002). Το βασικό συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει είναι ότι ο εθνικισμός αποτελεί στοιχείο της νεωτερικότητας. Ακολουθεί την εκβιομηχάνιση και την εγκαθίδρυση ενός κράτους που δίνει ενιαία  χαρακτηριστικά στον κοινωνικό χώρο που ελέγχει. Ο προτεσταντισμός  είναι η θρησκεία που περισσότερο από κάθε άλλη ευνόησε με πολλούς τρόπους, αλλά κυρίως με   την καλλιέργεια των τοπικών γλωσσών  την εμφάνιση των εθνικισμών. Αναφορές του Γκέλλνερ σχετικά με την συνάφεια προτεσταντισμού-εθνικισμού επαναλαμβάνονται και στα δύο παραπάνω έργα του. Το πόρισμα του -βεμπεριανής έμπνευσης- μπορεί να συμπυκνωθεί στην ακόλουθη απόφανση: "είναι σαφές ότι οι δύο διαδικασίες, ο εθνικισμός και ο προτεσταντισμός, έχουν μια συγγένεια τόσο στις κεντρικές ιδέες όσο και στις κοινωνικές συνέπειές τους"[1].
Σε αντίθεση με όσους επιχείρησαν να χρησιμοποιήσουν τον Γκέλλνερ ιδεολογικά και να του δώσουν μια μονολιθικότητα την οποία δεν είχε, η σκέψη του κριτική και αδογμάτιστη,  εξομαλύνει  ή και αναιρεί το  θεμελιώδες πόρισμα του, ότι ο εθνικισμός αναδύεται μαζί με την εκβιομηχάνιση και το γραφειοκρατικό κράτος, με την παραδοχή γεγονότων που ούτε περιλαμβάνονται ούτε εξηγούνται από αυτό. Πιο συγκεκριμένα, διαπίστωσε ότι η επανάσταση των Ελλήνων και των βαλκανικών λαών γενικότερα, συνιστούν "μείζον πρόβλημα"[2] για την θεωρία του, διότι πρόκειται για εθνικά επαναστατικά κινήματα που αναδύθηκαν σε προβιομηχανικές και προαστικές κοινωνίες. Με τρόπο γλαφυρό γράφει: "το Ναύπλιο (πρώτη πρωτεύουσα της ανεξάρτητης Ελλάδας) και η Αθήνα του πρώιμου 19ου αιώνα παρουσιάζουν ελάχιστη ομοιότητα με το Μάντσεστερ του Ένγκελς, ενώ ο Μωριάς δεν έμοιαζε με τα λαγκάδια του Λάνκασαϊρ"[3]. Με οξυδέρκεια που δεν χαρακτηρίζει κάποιους νεοφιλελεύθερους ή κάποιους μαρξιστές αρνητές του εθνικού ζητήματος, επισημαίνει ότι "παρά την ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου, οι πόλεμοι δεν σταμάτησαν τον 20ο αιώνα .Και  δεν ήταν η GATT αλλά η MAD (Mutually Assured Destruction: αμοιβαία εξασφαλισμένη καταστροφή) που εμπόδισε τη διεξαγωγή μεγάλης κλίμακας πολέμων μετά το 1945.   Ο ισχυρισμός ότι η εργατική τάξη δεν διακατέχεται από εθνικισμό είναι αστείος"[4].
Βέβαια ο Γκέλλνερ αντιμετωπίζει τον πατριωτισμό θετικότερα από ότι τον εθνικισμό, που τον ορίζει ως αγάπη προς έναν πολιτισμό, ενώ προσδιορίζει την γενεαλογία του στις προ-νεωτερικές και προβιομηχανικές κοινωνίες. Για την ακρίβεια θεωρεί ένα τέτοιο πατριωτισμό, που εξασφαλίζει αντοχή και διάρκεια σε ομάδες και συσσωματώσεις, πως αποτελεί "μόνιμο συστατικό της ανθρώπινης ζωής"[5]. Συγχρόνως επικρίνει τον μαρξισμό  διότι -σε κάποιες εκδοχές του τουλάχιστον- αρνείται να αποδεχθεί την αυτοτέλεια του εθνικού ζητήματος και βλέπει "την εθνοτική σύγκρουση ως συγκαλυμμένη ταξική σύγκρουση"[6], ενώ εμφατικότερα επισημαίνει ότι "στην πραγματικότητα, η εθνότητα μπαίνει στην πολιτική σφαίρα ως "εθνικισμός" σε εποχές που η οικονομική βάση της κοινωνικής ζωής απαιτεί την πολιτισμική ομοιογένεια και συνέχεια (και όχι την αταξικότητα), και όταν κατά συνέπεια οι ταξικές διαφορές που συνδέονται με την κουλτούρα γίνονται ενοχλητικές, ενώ οι εθνοτικά απροσδιόριστες βαθμιαίες ταξικές διαφορές παραμένουν ανεκτές"[7]. Η όψιμη κατά συνέπεια ανάδυση του εθνικισμού δεν τον στερεί από δυναμισμό και προοπτική -το αντίθετο μάλλον- ενώ "στην πραγματικότητα, ο άνθρωπος της εποχής του εθνικισμού δεν είναι ούτε συμπαθέστερος ούτε αντιπαθέστερος από τους ανθρώπους άλλων εποχών. Υπάρχουν κάποιες αμυδρές ενδείξεις σύμφωνα με τις οποίες πιθανόν να είναι συμπαθέστερος. Τα εγκλήματα των άλλων εποχών είναι ισάξια με τα δικά του. Είναι περισσότερο εμφανή μόνο και μόνο επειδή ακριβώς προκαλούν μεγαλύτερη αποστροφή, και επειδή εκτελούνται με πιο ισχυρά τεχνολογικά μέσα "[8].
Είναι προφανές συνεπώς ότι ο στοχασμός του Γκέλλνερ, στην χώρα μας, υπήρξε αντικείμενο παρερμήνευσης. Σε αντίθεση με όσους θεωρούν το ελληνικό έθνος ως νεωτερική κατασκευή, αυτός αποδέχτηκε τον ιστορικό του χαρακτήρα ακόμη κι αν αυτό εξασθένησε τον καθολικό χαρακτήρα της θεωρίας του.
Τα ίδια πλεονεκτήματα που χαρακτήριζαν τα παλαιότερα έργα του, κριτικός λόγος- επιστημονική μέθοδος που δεν υποτάσσεται σε ιδεολογικές προτεραιότητες σφραγίζουν  και το τελευταίο έργο του, με τον τίτλο "Το ψυχαναλυτικό κίνημα- η πανουργία του παραλόγου", που εκδόθηκε πρόσφατα  στην χώρα μας, από τις εκδόσεις Αρμός, σε επιτυχή μετάφραση της Αλκυόνης Τσέγκου.  Περιέχει όμως και κάποια πρόσθετα θετικά στοιχεία : σαφής και προσιτός λόγος, δημιουργική αφομοίωση των βασικών δεδομένων του ευρωπαϊκού φιλοσοφικού στοχασμού.
Από τον πρόλογο του Jose Brunner  διακρίνω την επισήμανση ότι "ο Freud και ο Gellner είχαν κοινή θεώρηση για τον κόσμο, η οποία είχε μια τραγική χροιά, καθώς και οι δύο πίστευαν ότι η γνωστική δύναμη -δηλαδή η επιστήμη και ο Διαφωτισμός- κατακτάται με κόστος την ανεστιότητα (homelessness) στον κόσμο"[9]. Βεβαίως ο G επικρίνει τον F ως ανορθολογιστή, διότι επαναλαμβάνοντας σε αυτό το σημείο τον Κ.Πόππερ, η θεωρία του δεν μπορεί ούτε ελεγχθεί  ούτε να διαψευσθεί εμπειρικά. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο που στον πρόλογο του 1984 ο G τονίζει "ότι η γενική φιλοσοφική μου προσέγγιση χρωστά πολλά στον Κ.Popper, ανεξάρτητα από το εάν συμφωνώ ή όχι με όλες τις ιδέες του"[10]. Επικρίνοντας συγχρόνως τον Φρόυντ και τον Μάρξ καταλήγει ότι "ο Φρουδισμός δεν προσφέρει κάποιο προνομιούχο μονοπάτι προς την ψυχική υγεία, ούτε ο Μαρξισμός οδηγεί σε οικονομικά επιτεύγματα και κοινωνική συνεργασία. Ο Φρουδισμός είναι, κατά κάποιον τρόπο, καλλίτερα εφοδιασμένος με μηχανισμούς παραποίησης- υπεκφυγής, απ' ό,τι ο Μαρξισμός"[11].
Ο G ξεδιπλώνοντας την πολεμική του, περιγράφει την τεχνική της ψυχανάλυσης και επισημαίνει ότι ο F "θεωρούσε περιττές τις πειραματικές έρευνες για τις ιδέες του, επειδή ήσαν ήδη τόσον αδιαμφισβήτητα εδραιωμένες∙ αλλά θεωρούσε επίσης ότι δεν είναι και επιζήμιες. Οι σύγχρονοι, θεωρητικοί απόγονοί του δεν είναι πλέον τόσο σίγουροι για το δεύτερο σημείο και γενικώτερα, δεν ευνοούν την έρευνα"[12]. Ενώ λοιπόν αποδέχεται την ύπαρξη ασυνειδήτου το οποίο περιέχει ιδέες, συναισθήματα, φόβους, φιλοδοξίες, αναμνήσεις,  συγχρόνως  κατηγορεί τον φροϋδισμό ότι έχει λάβει την μορφή κοσμικού ιερατείου, με χαρακτηριστικά αυτοαναφορικά, δηλαδή τελικά το ίδιο θεωρεί ότι κατέχει αποκλειστικά τα κριτήρια της αλήθειας και ότι το ίδιο αυτοαναγορεύεται ως το μόνο αρμόδιο για να κρίνει τα πορίσματά του. Τελικά διαπιστώνει ότι στον φροϋδισμό το ασυνείδητο επέχει την θέση ανάλογη με το προπατορικό αμάρτημα στον χριστιανισμό[13].  Αν και δεν το  ανακάλυψε αυτός   επέτυχε «να το προικίσει με μια γλώσσα, μια τελετουργία και μια εκκλησία»[14].
Ο G  ξεκινά τον προβληματισμό από τις σκέψεις του Χιούμ, του Σοπενγχάουερ και  του Νίτσε, για να διασταυρωθεί στην συνέχεια με τον στωικισμό. Ειδικά ο Νίτσε θα τροφοδοτήσει ιδιαίτερα τον προβληματισμό του. Προφανώς κάποιες σκέψεις του Νίτσε , ιδιαίτερα στην «Γενεαλογία της ηθικής», όπου συσχετίζεται ο ρόλος του Ιερέα με τον αφοπλισμό και την εξουδετέρωση των ενστίκτων,  προεικονίζουν ότι αργότερα εκτέθηκε αναλυτικότερα και μεθοδικότερα από την Ψυχανάλυση. Αλλά και η κριτική που ασκεί στην πλατωνική εξίσωση της λογικής με την αρετή και την ευτυχία θα χρησιμεύσει στον G για να δει την συγγένεια ανάμεσα στον Φρόϋντ και στον Πλάτωνα, όπου διαπιστώνει ότι επαναλαμβάνεται η εξίσωση  της αλήθειας και της αγαθότητας, αν και κάποτε με αντεστραμμένα χαρακτηριστικά, δηλαδή κατά την μαρξιστική φράση με «το κεφάλι κάτω». Η βούληση για δύναμη που στην πιο απλή μορφή της είναι η απαίτηση του ανθρώπου για αναγνώριση, φαίνεται να καλύπτει  την φροϋδική  λίμπιντο. Όμως συμπεραίνει ότι αν και «περισσότερες από τις μικρο-θεωρίες που εμπεριέχονται στην ψυχανάλυση είναι διαβόητες για την προχειρότητά τους»[15] συγχρόνως τα περισσότερα ψυχαναλυτικά δόγματα μας ωθούν «να σκεφτόμαστε με Νιτσεϊκό τρόπο»[16]. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο G αποφαίνεται ότι «η ζωή δεν είναι ένας αγώνας για τον επιούσιο, αλλά για προσοχή και αποδοχή. Τρέμει στην ιδέα ότι μπορεί να τον αντιπαθούν και να τον αγνοούν-πάνω απ’ όλα, ίσως, να τον αγνοούν. Δος ημίν σήμερον την καθημερινή μας προσοχή!»[17] Βέβαια το θεμελιώδες λάθος του F, κατά τον G,  είναι ότι υπήρξε υπερβολικά συντηρητικός στον τρόπο που κατανόησε το συνειδητό και το ασυνείδητο ώστε τελικά συμπλήρωσε και ενίσχυσε «ένα απλοϊκό νοησιαρχικό μοντέλο συνειδητής ανθρώπινης συμπεριφοράς, προσφέροντας στον συνειδητό νου ένα είδος παράξενου σωσία, ο οποίος όμως, γενικώτερα έμοιαζε σε όλα με τον συνεργάτη του»[18].
Η κριτική του G αποκορυφώνεται στο σημείο που συγκρίνει τον  φροϋδισμό με κάποιες συμπεριφορές του Μουσσολίνι και του προτεσταντισμού: «αν ο Μουσσολίνι επέβαλε στα τραίνα να είναι στην ώρα τους, ο Φρόϋντ έκανε το ανάλογο για τα ψυχιατρικά ραντεβού: και το επίτευγμα του  Φρόϋντ  είναι περισσότερο αξιοσημείωτο. Κανένας γιατρός άλλης ειδικότητας δεν είναι ποτέ ακριβής στην ώρά του. Υπ’ αυτήν την έννοια, η ψυχαναλυτική συνεδρία είναι το αποκορύφωμα, η αποθέωση της Προτεσταντικής ηθικής»[19]. Η λύση φαίνεται να βρίσκεται στον στοχασμό του Νίτσε καθώς «αντελήφθη ότι το Υπερεγώ δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως έχει∙ ότι εκπροσωπούσε, με έναν διεστραμμένα παραμορφωμένο, παραπλανητικό τρόπο, τα ίδια ακριβώς συμφέροντα όπως και όλες οι άλλες ψυχικές δυνάμεις, και ότι δεν είχε καμμιά πραγματική αξίωση για την ξεχωριστή θέση που σφετεριζόταν για τον εαυτό του∙ συγκεκριμένα ο Nietzsche  απεχθανόταν την επιτήδευση του Υπερεγώ της Ιουδαιοχριστιανικής παράδοσης»[20].
Το έργο του Gellner  αποτελεί μια πυκνή και προσιτή  παρουσίαση της εξέλιξης του ψυχαναλυτικού κινήματος, της αφετηρίας του, των δυνατοτήτων που αρχικά περιείχε  και στην κατάληξη του ως μιας κοσμικής θρησκείας, ενός λαϊκού ιερατείου που επιδιώκει να ελέγχει τον μέσα άνθρωπο. Ο συγγραφέας διαθέτει στερεή φιλοσοφική παιδεία, γεγονός που του επιτρέπει να κινείται με άνεση ανάμεσα στον Πλάτωνα, τον Νίτσε και τον Φρόϋντ, μεταξύ δηλαδή του πλατωνικού σπηλαίου και του βασιλείου των σκιών, της νιτσεϊκής βούλησης για ισχύ και της μεταξίωσης των αξιών, αλλά και του φροϋδικού  ασυνειδήτου. Όμως και η επιτυχής μετάφραση της Αλκυόνης Τσέγκου  καθιστά την ανάγνωση του πραγματικά συναρπαστική, ακόμη και σε κάποιον που δεν είναι ιδιαίτερα εξοικειωμένος με τις έννοιες που χρησιμοποιεί η ψυχανάλυση.








[1] E.Gellner, Εθνικισμός: πολιτισμός, πίστη και εξουσία, μετάφραση Λυδία Παπαδάκη, εκδόσεις Αλεξάνδρεια 2002, σελ. 119.
[2] όπως προηγ.,σελ.70.
[3] όπως προηγ.,σελ.69.
[4] όπως προηγ.,σελ58.

[5] E.Gellner, Έθνη και Εθνικισμός, μετάφραση Δώρα Λαφαζάνη, εκδόσεις Αλεξάνδρεια 1992, σελ. 240.
[6] όπως προηγ.,σελ.170.
[7] όπως προηγ.,σελ.171.
[8] όπως προηγ.,σελ.228.
[9] E.Gellner, Το ψυχαναλυτικό κίνημα- η πανουργία του Παραλόγου, νέος πρόλογος Jose Brunner , μετάφραση Αλκυόνη Τσέγκου, επιμέλεια-προσθήκες Ν.Καραποστόλη, Δ.Λίβας, Μ.Μητρούτσικου, εκδόσεις Αρμός 2015.
[10] όπως προηγ.,σελ.55.

[11] όπως προηγ.,σελ.61.
[12] όπως προηγ.,σελ.79.
[13] Όπως προηγούμενα σελ.116.
[14] όπως προηγούμενα σελ.351.
[15] όπως προηγούμενα σελ.140.
[16] όπως προηγούμενα σελ.141.
[17] όπως προηγούμενα σελ.151.
[18] όπως προηγούμενα σελ.203.
[19] όπως προηγούμενα σελ.252.
[20] όπως προηγούμενα σελ.264.





Τετάρτη 18 Μαρτίου 2015

31 Μαρτίου, παρουσιάζουμε με τον Μάνο Στεφανίδη το βιβλίο του Νίκου Κακαδιάρη "Σφετεριστές και Τέχνη, η ζωγραφική τον 10ο αιώνα στο Βυζάντιο"




Ο χώρος πολιτικής και πολιτισμού Ρήγας Βελεστινλής παρουσιάζει την Τρίτη 31 Μαρτίου στις 19:30 το βιβλίο τουΝίκου Κακαδιάρη
«Σφετεριστές και Τέχνη, η ζωγραφική τον 10ο αιώνα 
στο Βυζάντιο»
Το βιβλίο θα παρουσιάσουν οι:
Μάνος Στεφανίδης, Ιστορικός και κριτικός τέχνης
Σπύρος Κουτρούλης, συγγραφέας
και ο συγγραφέας του βιβλίου
στον χώρο πολιτικής & πολιτισμού Ρήγας Βελεστινλής, Ξενοφώντος 4, πλ. Συντάγματος



ΡΗΞΗ φ.113

Ο συγγραφέας είναι ζωγράφος και ποιητής, δηλαδή διακονεί την τέχνη με τρόπο σύνθετο. Το θέμα του βιβλίου του είναι η ζωγραφική σε μια από τις πιο λαμπρές περιόδους του Βυζαντίου, την εποχή της Μακεδονικής αναγέννησης.
Ο τρόπος που προσεγγίζεται το αντικείμενο είναι ολιστικός, δηλαδή με λογισμό, με όνειρο ακόμη και φαντασία. Ο λογισμός χρησιμεύει για να αναπλαστούν με ιστορική ακρίβεια τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν όσο και οι κοινωνικές σχέσεις που επικράτησαν. Το όνειρο και η φαντασία μας επιτρέπουν να συμμετάσχουμε άρτια ως υπάρξεις, σε μια κρίσιμη εποχή, όσο  και να αξιολογήσουμε την τέχνη του Βυζαντίου, δηλαδή του μεσαιωνικού ελληνισμού. Ειδικά ως προς τις άγιες εικόνες, επειδή ο Ν.Κακαδιάρης, έχει βαδίσει σε μία μακρά και επίπονη πορεία στην τέχνη της ζωγραφικής, είναι ένας άριστος δάσκαλος για να κατανοήσουμε με εγκυρότητα την σημασία τους.
Στις τελευταίες φράσεις του βιβλίου αποκαλύπτεται   ότι η βυζαντινή τέχνη είναι με τον τρόπο της μοντέρνα, για την ακρίβεια έχει την ίδια νοοτροπία με την μοντέρνα: "η βυζαντινή τέχνη αποδείχτηκε δημιουργική παρεμβαίνοντας στην καθημερινή ζωή, με τη δημιουργία, - εκτός των θρησκευτικών- και κοσμικών έργων...Διαπιστώνεται λοιπόν ότι το πλαίσιο της βυζαντινής τέχνης βρίσκεται στο αίσθημα και στο πνεύμα κι όχι στο ανθρώπινο ρεαλιστικό υπόβαθρο της ελληνικής αρχαιότητας. Αναδεικνύεται τέχνη υπέρ-λογική, όπως και η τέχνη των σουρεαλιστών που χρησιμοποιούν  το μετά-νοητό στοιχείο" (σελ.156).
 Η εισαγωγή του Ν.Κ. περιέχει πολλές  εύστοχες σκέψεις. Για παράδειγμα η επισήμανση του "η βυζαντινή κοινωνία, παρά την επικοινωνία που είχε με τη συναλληλία των τάξεων, ήταν μια κοινωνία ανοιχτή, χωρίς στεγανά και διακρινόταν παράλληλα για την ατομικότητά της"(σελ.9) αποτελεί μια ευθεία απάντηση στους όψιμους ισχυρισμούς ότι στον μεσαιωνικό ελληνισμό δεν υπήρχε ατομικότητα. Βεβαίως άτομα όχι απομονωμένα αλλά ενταγμένα σε κοινότητες και διάφορες συσσωματώσεις  όπως οι διάφορες συντεχνίες υπήρχαν. Υπήρχαν όμως και διαφόρων μορφών ανταγωνισμοί όχι μόνο για την άνοδο στην αυτοκρατορική εξουσία, αλλά και μεταξύ των κοινωνικών ομάδων με χαρακτηριστικότερη ανάμεσα στους αγρότες και στους Δυνατούς. Είναι σημαντικό όπως επισημαίνει ο συγγραφέας ότι η επιθυμία για διάκριση του υποκειμένου φαίνεται στην τάση των ζωγράφων, ήδη από τον 10ο αιώνα να υπογράφουν πλέον  τα έργα τους. Η τέχνη τους  παρότι θεμελιώνεται στο αίσθημα και στην σπουδή του ιερού, έχει και κοσμική πλευρά.
Ο Ν.Κ. περιγράφει την λαμπρότητα και την ακμή της Πόλης, την συμβολή της στην διάσωση και στην αναπαραγωγή των αρχαιοελληνικών χειρογράφων και στην ανάδειξη του βυζαντινού πολιτισμού ως προτύπου για πολλούς άλλους λαούς της εποχής εκείνης. Όπως επισημαίνει « υπήρξε το χωνευτήρι των λαών. Αφομοίωνε όλα τα διαφορετικά φύλα και όλες τις εθνότητες με τη βοήθεια της ελληνικής γλώσσας που χρησιμοποιούσαν στην καθημερινότητα, στις συναλλαγές του εμπορίου, στη διοίκηση αλλά και στην Εκκλησία »(σελ.27). Χαρακτηριστικό επίσης είναι ότι οι περισσότεροι στοχαστές είναι μοναχοί. Όσον αφορά την ιδιοσυστασία του, ο συγγραφέας, τονίζει ότι ήδη από τον 7ο αιώνα καθιερώνεται η ελληνική ως επίσημη γλώσσα, ενώ ο πατριάρχης «Φώτιος διαχωρίζει τους Έλληνες ορθόδοξους χριστιανούς από άλλους λαούς»(σελ. 39). Όσον αφορά τους νομικούς κανόνες σημαντικό είναι το «επαρχιακό βιβλίο»  της εποχής του Λέοντα Στ’ του Σοφού στις αρχές του 10ου αιώνα, ενώ η παρουσία του κράτους είναι ενεργή και έντονη ώστε να προστατεύει τον λαό και τις συντεχνίες από τους Δυνατούς (Νεαρές Ρωμανού Λεκαπηνού  του 922 και του 928).
Ο συγγραφέας επίσης τονίζει ότι ενώ όλοι   οι αυτοκράτορες της μακεδονικής δυναστείας υπήρξαν σφετεριστές  του θρόνου, και στην ιδιωτική τους ζωή τους για πολλά μπορούν να επικριθούν, επέτυχαν σημαντικές νίκες κατά των εχθρών  κυβέρνησαν με σύνεση, με αγάπη προς τον λαό  και αποτελεσματικότητα. Ο Κωνσταντίνος Ζ’ Πορφυρογέννητος που ουσιαστικά ποτέ δεν βρήκε τίποτε γοητευτικό στην εξουσία και την είχε παραχωρήσει ώστε να είναι απερίσπαστος στα πνευματικά του ενδιαφέροντα. Δημιούργησε μια μεγάλη βιβλιοθήκη  που διέσωζε την αρχαιοελληνική  γραμματεία, υπήρξε πολύγραφος συγγραφέας και συνέβαλε στην εγκυκλοπαίδεια Σουίδα .  Η λάμψη της τελευταίας την ίδια εποχή δυναμώνει, πολλές βιβλιοθήκες δημιουργούνται, μάλιστα από κληρικούς και μοναχούς , γεγονός που συντελεί στην ανάπτυξη των επιστημών όπως της ανατομία και της ιατρικής, της αρχιτεκτονικής, της φιλοσοφίας, του δικαίου  αλλά και της χρηματικής οικονομίας. Η ανάπτυξη της οικονομικής δραστηριότητας ακολουθείται από την ανάπτυξη της κοινωνικής φροντίδας με την δημιουργία νοσοκομείων, γηροκομείων και πτωχοκομείων
Το Βυζάντιο θα δεχθεί δύο μεγάλα κτυπήματα :το 1204 από τους Σταυροφόρους και το 1453 από τους Οθωμανούς οι οποίοι κατέστρεψαν σημαντικούς ναούς όπως των Αγίων Αποστόλων, ενώ εξαφάνισαν τα λείψανα των αγίων και των αυτοκρατόρων ώστε να χαθεί η μνήμη του         Βυζαντίου, από την ιστορία.
Ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου καταλαμβάνει η αναφορά στην βυζαντινή ζωγραφική. Πρόκειται για την πιο σημαντική συμβολή του Ν.Κ και αυτό εξηγείται από την πολύχρονη  θητεία του στην ζωγραφική. Οι αναλύσεις  του για τις διάφορες εικόνες και ναούς, ειδικά αυτές που περιέχονται στο τελευταίο τμήμα και πρόκειται  για εικόνες χειρογράφων είναι σημαντικές και εξαιρετικά χρήσιμες τόσο στον ειδικό της τέχνης όσο και στον αναγνώστη που προσεγγίζει για πρώτη φορά την βυζαντινή τέχνη. Ο Ν.Κ θεωρεί ότι δημιούργησε παγκόσμια αριστουργήματα, που έστρωσαν τον δρόμο στην Αναγέννηση, που κάποιοι από αυτή, όπως ο Τζιόττο να χαρακτηριστούν από τον Κ.Ντήλ ως βυζαντινοί καλλιτέχνες. Καταλήγει μάλιστα στο συμπέρασμα «αν και υπηρέτησε βασικά την Εκκλησία και δέχτηκε την επίδραση της μεταφυσικής Ανατολής με υπόβαθρο το μοναστικό πάθος και τη λιτότητα, εν τούτοις, κατόρθωσε να συγκεράσει  αυτές τις δύο τάσεις σε μια πρωτότυπη μορφή. Καθαρότητα του ορθού λόγου και μεταφυσική αλληλοσυμπληρώθηκαν ώστε η τέχνη αυτή να παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά της μεγαλοφυίας  ενός λαού κι όχι την κατακερματισμένη εικόνα του μωσαϊκού των λαών που συνείχαν και διαβίωναν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία»(σελ154).
Το έργο του Ν.Κ είναι πυκνό νοημάτων, σέβεται τα ιστορικά γεγονότα, τα αναπλάθει με ακρίβεια, ενώ ως ιστορικός και υπηρέτης της τέχνης  προσεγγίζει την βυζαντινή τέχνη με αισθαντικότητα, αλλά και με την αναγκαία απόσταση  ώστε ο λόγος του να μην χειραγωγείται από ιδεοληψίες ή τις αναγκαιότητες της εκάστοτε συγκυρίας.