Youtube

Youtube
Βρείτε το κανάλι μας στην ψηφιακή πλατφόρμα youtube.

Πέμπτη 23 Απριλίου 2015

Η Πινακοθήκη Κουβουτσάκη τιμά τον Παναγιώτη Κονδύλη την Τετάρτη 29 Απριλίου 2015 στις 20:00



«Ενας στοχαστής ενάντια στις βεβαιότητες (1943-1998)» είναι ο τίτλος της τιμητικής εκδήλωσης για τον Παναγιώτη Κονδύλη που διοργανώνει το «Φόρουμ για την Κηφισιά» στην Πινακοθήκη Κουβουτσάκη (Λεβίδου 11, Κηφισιά) την Τετάρτη 29 Απριλίου 2015.

O Παναγιώτης Κονδύλης υπήρξε ένας καθολικός στοχαστής με διεθνή εμβέλεια, του οποίου το έργο αφορά την φιλοσοφία, την ιστορία των ιδεών, την πολιτική επιστήμη αλλά και τις διεθνείς σχέσεις.

Τέσσερις ομιλητές θα επιχειρήσουν να αναδείξουν διαφορετικές πτυχές του έργου του, το οποίο, όμως, χαρακτηρίζεται από ενότητα όσον αφορά τις βασικές του θεωρητικές αφετηρίες και μεθοδολογικές παραδοχές.

Συντονιστής: Μάριος Μπέγζος, Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών

«Πτυχές της φιλοσοφικής σκέψης του Παναγιώτη Κονδύλη» Παναγιώτης Νούτσος, Καθηγητής της Πολιτικής και Κοινωνικής Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

«Ο Παναγιώτης Κονδύλης και η μεταφυσική», Μιχάλης Παπανικολάου, φιλόλογος, μεταφραστής

«Από τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό ως τις μέρες μας: ο Παναγιώτης Κονδύλης για τον Σύγχρονο Ελληνισμό», Βασίλης Μπογιατζής, Ιστορικός των ιδεών (Δρ. ΕΜΠ-ΕΚΠΑ)

«Η διεθνολογική σκέψη του Παναγιώτη Κονδύλη», Γεώργιος Ευαγγελόπουλος, Δικηγόρος - Δρ. Διεθνών Σχέσεων (LSE)

http://www.kouvoutsakis-pinakothiki.gr/phps/forumnews.php


Κυριακή 19 Απριλίου 2015

Δύο σημαντικά κείμενα του Γ. Καραμπελιά και του Γ. Ρακκά για την κρίσιμη συγκυρία

1. Οι μαθητευόμενοι μάγοι και η έλλειψη ιστορικής συνείδησης


Του Γιώργου Καραμπελιά
Παρακολουθούμε όλοι ως υπνωτισμένοι το θέαμα μιας κυβέρνησης ασχέτων και μαθητευόμενων μάγων να βυθίζει μέρα με τη μέρα σε μεγαλύτερο αδιέξοδο τη χώρα σε όλα τα πεδία, και έναν άβουλο πρωθυπουργό να παρακολουθεί ανίκανος να παρέμβει προς την μία ή την άλλη κατεύθυνση· παρακολουθούμε ταυτόχρονα το θέαμα μιας σταδιακήςκατεδάφισης των οραμάτων του… αντιμνημονιακού κινήματος. Δεν θα επανέλθουμε όμως σε αυτά που έχουμε τονίσει πολλές φορές, (ad nauseam) την τελευταία περίοδο, αλλά θα προσπαθήσουμε να διευκρινίσουμε για μια ακόμα φορά το ιδεολογικό και πολιτικό υπόστρωμα αυτής της πολιτικής.
Όταν ανήκεις σε μια γενιά και μια ιδεολογική και πολιτική σχολή που τις τελευταίες δεκαετίες προσπάθησε να κατεδαφίσει την ιστορική συνείδηση του ελληνισμού, αρνείται τη συνέχεια του ελληνικού έθνους· σε ένα ρεύμα που αρνείται να αναγνωρίσει στην οθωμανική Τουρκία εκείνον τον παράγοντα που από τη μάχη του Ματζικέρτ το 1071 μέχρι την εισβολή στην Κύπρο και τις αδιάκοπες προκλήσεις έχει ως διαρκή διακηρυγμένο και μόνιμο στόχο του την κατοχή ή την υποταγή του «συνόρου» που αποτελεί η Ελλάδα.
Όταν από την άλλη πλευρά δεν έχεις καμία συνείδηση ότι η σχέση μας με την Δύση δεν είναι μια σχέση οργανική αλλά τακτική και αναγκαστική συμμαχία απέναντι στην εξ Ανατολών απειλή και πλέεις μέσα σε πελάγη ενός αφελούς ευρωκεντρισμού και δεν έχεις συνείδηση πως ο ελληνισμός είναι όντως, δυστυχώς, «ανάδελφος», αλλά αντίθετα έχεις ανατραφεί με όλες τις εξυπνάδες που λοιδορούσαν την τόσο καίρια έκφραση του πρόεδρου Σαρτζετάκη.
Όταν αγνοείς το γεγονός της βαθύτατης παρακμής στην οποία έχει εισέλθει εδώ και πολλά χρόνια ο ελληνισμός.
Όταν αγνοείς πως το κεντρικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα σήμερα είναι η δημογραφική της παρακμή η οποία εκτός από την πληθυσμιακή συρρίκνωση θα την μεταβάλει πολύ σύντομα σε χώρα γερόντων (ήδη ο μέσος όρος ηλικίας είναι 43 χρόνια) με όλες τις συνέπειες που μπορεί να έχει αυτό σε όλα τα πεδία, από την άμυνα, την παραγωγή έως το συνταξιοδοτικό και την αδυναμία να καλυφθούν οι «περιβόητες» συντάξεις.
Όταν κλείνεις τα μάτια μπροστά στη μεγάλη μετακίνηση των πληθυσμών που λαμβάνει χώρα από την Ανατολή προς τη Δύση, μετακίνηση η οποία είναι ενταγμένη και στη στρατηγική του μόνιμα απειλητικού γείτονα, τότε μπορείς να αναφέρεσαι στο ζήτημα των προσφύγων και των μεταναστών, μόνον ως ζήτημα «ανθρωπιστικό» και όχι ως ζήτημα που στο βάθος χρόνου μετατρέπεται σε ζήτημα εθνικής επιβίωσης.
Όταν δεν έχεις συνείδηση ότι μία πλήρης οικονομική και κοινωνική κατάρρευση της χώρας κινδυνεύει να σε οδηγήσει σε μια καθοδική σπείρα χωρίς επιστροφή.
Όταν αρνείσαι να δεις τι έχει συμβεί στη Βουλγαρία, η τη Σερβία εδώ και σχεδόν τριάντα χρόνια ή ακόμα χειρότερα τι συμβαίνει στη γειτονική Συρία.
Όταν εν ολίγοις έχεις ανατραφεί με μια ψευδοταξική ιδεολογία που υποτιμά συστηματικά την εθνική διάσταση και με μια ατομοκεντρική δυτική αντίληψη για την οποία σημασία έχει απλώς «να περνάμε καλά», και όλα αυτά σε ένα έθνος που αριθμεί πλέον μόνο δέκα εκατομμύρια πληθυσμό, τότε σου επιτρέπονται τα πάντα.
Τότε μπορείς πολύ εύκολα με απόλυτη έλλειψη συναίσθησης της ιστορικής και γεωπολιτικής πραγματικότητας, να παίζεις την κυβέρνηση και το θέαμα της δήθεν διακυβέρνησης.
Τότε σου επιτρέπεται να οδηγείς μια χώρα με τα μεγέθη και τις δυνατότητες της σύγχρονης Ελλάδας σε μια πολιτική αφασία, όπου καθημερινά καταρρέουν όλα τα οικονομικά δεδομένα αλλά και οι υποδομές της χώρας και όπου μέσω ενός απίστευτου μιθριδατισμού εθιζόμαστε και αρκούμαστε στο «κάθε μέρα και χειρότερα».
 Συντήρηση ή όραμα;
Πολλοί μας έχουν επικρίνει τα τελευταία χρόνια ως υπερβολικά συντηρητικούς που δεν τολμούν να προχωρήσουν στις απαραίτητες «ρήξεις» έστω κι αν αυτό συνεπάγεται στην επιστροφή στη δραχμή ή ακόμα και την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και αυτό συχνά, από εκείνους που όταν, πριν καμιά δεκαπενταριά χρόνια, έμπαινε η Ελλάδα στο ευρώ πανηγύριζαν ή σιωπούσαν, σε αντίθεση με εμάς που είχαμε ταχθεί όσο γίνεται πιο αποφασιστικά ενάντια σε μια τέτοια πολιτική.
Τι συμβαίνει λοιπόν σήμερα; Έχουμε επαναλάβει αναρίθμητες φορές πως η έξοδος από το ευρώ δεν είναι σήμεραεπιλογή δική μας, μιας ισχυρής Ελλάδας ικανής να προχωρήσει σε νέες οικονομικές πολιτικές και νέες συμμαχίες, αλλά θα γίνει αναγκαστικώς ως εκδίωξή μας.
Κατά συνέπεια δεν μπορούμε να προσδοκούμε τίποτα το θετικό από αυτήν, διότι όχι μόνον με τις αλλεπάλληλες υποτιμήσεις, θα ρίξει ακόμα περισσότερο το ήδη δραματικά πεσμένο εισόδημα των Ελλήνων αλλά και κυρίως διότι θα οδηγήσει σε μια γεωπολιτική απομόνωση την χειρότερη δυνατή στιγμή στην περιοχή μας.
Είναι εντελώς χαρακτηριστικό ότι όλοι οι «πατριώτες» που υπερασπίζονται την έξοδο από το ευρώ, δεν σκέφτονται καθόλου τι πρόκειται να συμβεί με την Κύπρο εάν πάψει να βρίσκεται τουλάχιστον στην ίδια οικονομική ζώνη με την Ελλάδα, και απομείνει έρμαιο στις διαθέσεις της Τουρκίας και της Βρετανίας.
Υπάρχει άραγε μια εναλλακτική πολιτική στην περίπτωση μιας τέτοιας εξόδου; Μπορούμε να στηριχθούμε μήπως στηΡωσία; Είναι σαφές ότι το ερώτημα παραμένει μάλλον θεωρητικό. Διότι η Ελλάδα είναι απόλυτα εξαρτημένη από τις εισαγωγές και τις εμπορικές σχέσεις της με τη Δύση, «βγάζει το ψωμί της» από τον τουρισμό που κατά 80% προέρχεται από δυτικές χώρες, η δε Ρωσία σε καμία περίπτωση δεν θα ήταν διατεθειμένη να έρθει σε ρήξη με τη Γερμανία ή με την Τουρκία με τις οποίες διατηρεί τεράστιες οικονομικές σχέσεις. Επιπλέον, οι γειτονικές μας βαλκανικές χώρες ιδιαίτερα η Ρουμανία και η Βουλγαρία, δεν ανήκουν πλέον στο φιλορωσικό στρατόπεδο αλλά είναι αντίπαλές της. Καταλαβαίνουμε επομένως, ότι η αναγκαία βελτίωση των σχέσεών μας με τη Ρωσία και η στήριξή μας σε αυτήν σε πολλά θέματα ενεργειακό, αμυντικό κ.λπ., έχει προφανή και αδιαμφισβήτητα όρια. Και πρέπει να ενταχθεί σε μιαμεσομακροπρόθεσμη προοπτική μιας ανεξάρτητης και πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής.
Το ίδιο κατά μείζονα ρόλο ισχύει με την Κίνα. Η Κίνα μπορεί να είναι σύμμαχός μας αλλά μακρινή και αδύνατο να μας στηρίξει αποφασιστικά στα εθνικά και γεωπολιτικά μας προβλήματα.
Εμείς έχουμε ιστορική συνείδηση της χώρας μας και για τη χώρα μας. Γνωρίζουμε ότι ο σημερινός ελληνισμός στην Ελλάδα και την Κύπρο είναι το τελευταίο ιστορικό υπόλειμμα ενός μεγάλου έθνους και ενός μεγάλου πολιτισμού στη δυσκολότερη στιγμή της ιστορίας της. Γιατί αν κάποτε δεν είχαμε κράτος είχαμε οικονομική υπεροχή σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο τη Μικρά Ασία και τα Βαλκάνια, είχαμε πληθυσμό και ισχυρή δημογραφία, οι γιαγιάδες μας γεννούσαν δέκα ή δεκαπέντε παιδιά, είχαμε πολιτισμική υπεροχή. Σήμερα συρρικνωνόμαστε έχουμε χάσει κάθε παραγωγική αυτεξουσιότητα έχουμε γίνει πολιτισμικοί νάνοι, ενώ ο μεγάλος μας αντίπαλος ενισχύεται σε όλα τα πεδία.
Στον προηγούμενο αιώνα διαπράξαμε δύο μεγάλα εθνικά εγκλήματα, με δύο εμφυλίους χάσαμε τη Μικρά Ασία, τη Σμύρνη και την Πόλη ως κέντρα τους ελληνισμού και με τον δεύτερο και τραγικότερο εμφύλιο (1944-1949) χάσαμε την Κύπρο, την Βόρειο Ήπειρο και την οικονομική και πολιτική μας αυτεξουσιότητα.
Σήμερα είμαστε στο κατώφλι μιας νέας μεγάλης εθνικής καταστροφής. Αν έστω και σήμερα, την ύστατη στιγμή, δεν κατανοήσουμε ότι ο ελληνισμός αποτελεί «απειλούμενο είδος» προς εξαφάνιση και πρέπει να προστατευτεί από εμάς τους ίδιους, τότε κινδυνεύουμε σε αυτόν τον αιώνα να πάψουμε να υπάρχουμε ως αυτόνομο πολιτειακό υποκείμενο και να σκορπίσουμε στους πέντε δρόμους σαν τους Αρμενίους ή ακόμα περισσότερο τους Λιβανέζους, ενώ ο ιστορικός χώρος της Ελλάδας θα μεταβληθεί σε έναν απλό χώρο ταμπόν μεταξύ ισλαμικής Ανατολής και Δύσης.
Γι’ αυτούς τους λόγους είμαστε απολύτως «συντηρητικοί», δηλαδή θέλουμε να διασωθεί ο υπαρκτός ελληνισμός και για να γίνει αυτό πρέπει να υπάρχει ένας συνδυασμός μιας διπλής τακτικής πάνω στην οποία πολλές φορές έχουμε επιμείνει μέχρι σήμερα. Μια τακτική «ανταρτοπόλεμου» στη διαπραγμάτευση με τους τοκογλύφους και τη γερμανική Ευρώπη ώστε να αποφύγουμε το πένθιμο σόλο, μέχρις ότου αποκτήσουμε περισσότερους συμμάχους στο εσωτερικό της Ευρώπης και να ενισχυθούμε ώστε να μπορέσουμε μεσοπρόθεσμα να καταργήσουμε ένα μεγάλο μέρος του χρέους.
Ταυτόχρονα για να έχει νόημα και ο ανταρτοπόλεμος πρέπει να ξέρουμε ποιος είναι ο στρατηγικός μας στόχος. Αυτό δηλαδή που απουσιάζει εντελώς από τη σκέψη και την στρατηγική(!) της παρούσας κυβέρνησης, η οποία εξαντλείται απλώς στο να αποφύγουμε τα χειρότερα και «να πληρώσουμε μισθούς και συντάξεις». Ο ανταρτοπόλεμος έχει νόημα όταν τον εντάσσεις σε ένα όραμα για τη νέα Ελλάδα. Ένα όραμα που έχουμε χαρακτηρίσει εκσυγχρονισμό της παράδοσης, δηλαδή δημογραφική ανάκαμψη, ενδογενή παραγωγική ανασυγκρότηση, αμυντική θωράκιση, κοινωνική δικαιοσύνη, πολιτισμική αναγέννηση και αμεσοδημοκρατικούς θεσμούς.
Αλλά για όλα αυτά είναι απαραίτητο αυτό που λείπει από την ασύντακτη κυβέρνηση και τον άβουλο πρωθυπουργό, μιαιστορική συνείδηση της πατρίδας και του έθνους, μια γνώση του «από πού ερχόμαστε», για να μπορούμε να έχουμε συναίσθηση και για το τι μας λείπει και για το που πηγαίνουμε!

2 Μεταναστευτικό ή η σχιζοφρένεια της  "Αριστεράς των Δικαιωμάτων"

Του Γιώργου Ρακκά
Με δηλώσεις του τύπου «οι πρόσφυγες λιάζονται στα πάρκα» και άλλες τέτοιες γελοιότητες που θυμίζουν αίσχιστου είδους λατινοαμερικάνικη δικτατορία, η «αριστερά των δικαιωμάτων» νομίζει πως μπορεί να διαχειριστεί το μεταναστευτικό ζήτημα της χώρας, την στιγμή μάλιστα που αυτό διολισθαίνει σε ανθρωπιστική κρίση.
51B
Γι’ αυτό και η πραγματικότητα τους εκδικείται αποδεικνύοντας έμπρακτα ότι όλα αυτά τα κροκοδείλια δάκρυα που έχυναν και όλες αυτές οι υποκριτικές ανθρωπιστικές κορώνες που έβγαζαν γύρω από το μεταναστευτικό ζήτημα, ήταν για… ιδεολογική αυτο-επιβεβαίωση και ουδεμία σχέση δεν είχαν με το ίδιο το πρόβλημα.
Γι’ αυτό και τώρα, η «γραμμή» τους, μια ανθρωπιστική μετάλλαξη του νεοφιλελεύθερου Laissez fairelaissez passerαποδεικνύεται στην πράξη εφιαλτική τόσο για την ελληνική κοινωνία όσο και για τους ίδιους τους πρόσφυγες.
 Τι θα μπορούσε να γίνει, όμως, επί της ουσίας;
 Κατ’ αρχάς, το μεταναστευτικό ζήτημα εξελίσσεται στην χώρα μας εδώ και είκοσι χρόνια, και θα πρέπει να αξιοποιήσουμε θετικά τις εμπειρίες που παράγει.
Πρώτον, σε μεγάλο βαθμό, το ζήτημα κατέληξε σε αδιέξοδο επειδή ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας το χρησιμοποίησε ως όπλο στο πλαίσιο της παρατεταμένης εμφύλιας πολιτισμικής σύγκρουσης για το περιεχόμενο της ταυτότητάς μας.
Ανεξάρτητα από το τι ήθελαν οι ίδιοι, ή ίσως και ενάντια στην βούλησή τους, οι εθνομηδενιστές χρησιμοποίησαν τους μετανάστες στο πλαίσιο μιας ευρύτερης εκστρατείας αποδόμησης της ιστορικής ταυτότητας της χώρας. Μόνο οι αντίφα τόλμησαν να το γράψουν στους τοίχους, αλλά όλες οι συνιστώσες αυτής της πτέρυγας το εννοούσαν: «Έλληνες σκάστε!». Εξάλλου, όλοι οι πολιτικοποιημένοι μετανάστες, ανεξαρτήτως τοποθετήσεων, αντιλαμβάνονται πολύ καλά πως στο πλαίσιο αυτού του ψευδο-αντιρατσιστικού λόγου και πρακτικής οι ίδιοι πάντοτε ενέχουν θέση και ρόλο παθητικού αντικειμένου-αποδέκτη της μεγαλοθυμίας των «ευεργετών» τους.
Από την άλλη, οι ναζί και οι φασίστες εκμεταλλεύονται το ίδιο αδιέξοδο για να δυναμώσουν και να στρατολογήσουν κόσμο που ταλαιπωρείται στα δίχτυα του, προκειμένου να τον χρησιμοποιήσουν σε μια σχεδιαζόμενη νύχτα των μαχαιριών που θα εξαφανίσει όλους τους αντιπάλους. Ως προς αυτό, το πώς λειτούργησε η Χρυσή Αυγή στον Άγιο Παντελεήμονα είναι εξόχως ενδεικτικό. Έπαιξε με την απελπισία, και το τρομακτικό καθημερινό αδιέξοδο των κατοίκων, δυνάμωσε, και μετά χρησιμοποίησε την δύναμή της για να… πουλάει προστασία και να εγκαθιδρύσει μια “δυαδική εξουσία” στην περιοχή σε συνεργασία με τα κυκλώματα του τράφικινγκ.
Το αποτέλεσμα είναι ότι το αδιέξοδο εντείνεται, την ίδια στιγμή που η δημόσια συζήτηση εστιάζει πάνω σε αυτού με όρους εκατέρωθεν υστερίας –δημιουργείται δηλαδή μια εκρηκτική συνταγή που αν μη τι άλλο εγγυάται πως το ζήτημα δεν θα αντιμετωπιστεί ποτέ!
Δεύτερον, θα πρέπει να καταλάβουμε ότι δεν υπάρχει μεταναστευτικό γενικάΥπήρξαν δύο ρεύματα μετανάστευσης προς την ελληνική κοινωνία, και τώρα εξελίσσεται ένα τρίτο. Το πρώτο, με ανθρώπους προερχόμενους κύρια από τα Βαλκάνια, και την Ανατολική Ευρώπη λίγο ως πολύ ενσωματώθηκε στην ελληνική κοινωνία. Ή την εγκατέλειψε λόγω της κρίσης.
Ουσιαστικά το πρόβλημα προκύπτει από τα άλλα δύο κύματα μετανάστευσης προς την χώρα μας, τα οποία προέρχονται από την Μέση Ανατολή, την Κεντρική Ασία και την Αφρική. Το πρόβλημα έχει δύο διαστάσεις που διαπλέκονται στενά μαζί τους. Κατ’ αρχάς, η ελληνική κοινωνία δεν μπορεί να απορροφήσει κι άλλους μετανάστες –κι ύστερα υπάρχει και πολιτιστικό χάσμα που αποτρέπει την ενσωμάτωση αυτών των ανθρώπων στην κοινωνία μας. Ας έχουμε επίγνωση, ότι πλέον η Ελλάδα βάλλεται άμεσα από την πολιτική της Δύσης σε αυτές τις περιοχές, καθώς οι επεμβάσεις και η αποδόμηση κρατών δημιουργεί ταχύτατα μεταναστευτικά ρεύματα προς την χώρα μας. Ο πόλεμος στο Αφγανιστάν έγινε το 2001, και ήδη από το 2005 άρχισε να πυκνώνουν οι αφίξεις μεταναστών από την χώρα –για να μην μιλήσουμε για την ταχύτητα που δημιουργούνται μεταναστευτικά ρεύματα από την Συρία.
Αυτά τα στοιχεία, συνεπικουρούμενα από τον χαοτικό χαρακτήρα εξέλιξης αυτών των ρευμάτων και τον επίσης χαοτικό χαρακτήρα της κρατικής πολιτικής δημιούργησαν και δημιουργούν διαρκείς, καθημερινές μικροσυγκρούσεις, ένα τεράστιο αρνητικό δυναμικό το οποίο δυναμιτίζει την εθνική συνοχή, την κοινωνική συνοχή, την λειτουργία της δημοκρατίας –αλλά αποτελεί πρωταρχικό λόγο διολίσθησης των ξενοφοβικών συναισθημάτων σε ρατσισμό. Είναι το πολιτιστικό χάσμα και η ανεξέλεγκτη μετανάστευση που παράγει αυτά τα φαινόμενα, και όχι το αντίθετο όπως ισχυρίζεται η αριστερά των δικαιωμάτων.
Τρίτον. Ο πολυπολιτισμός έχει αποτύχει σε όλον τον κόσμο. Λειτουργούσε (και λειτουργεί, γονατιστός, με το μαχαίρι του Τζιχάντι Τζον στο λαρύγγι) μόνον ως «ιστορικός πολυπολιτισμός» στην Συρία και τον Λίβανο, και λειτούργησε στα «έθνη εποίκων» (ΗΠΑ-Αυστραλία) επειδή έγινε γενοκτονία των ιθαγενών, και μόνο όταν τα μεταναστευτικά ρεύματα σταμάτησαν και υπήρξαν κάποιες δεκαετίες όπου συντελέστηκε ο εξαμερικανισμός των προηγουμένων. Κατά τα άλλα ο πολυπολιτισμός κλονίζεται από την διπλή, ταυτόχρονη υπονόμευση που του ασκεί ο ισλαμικός ολοκληρωτισμός και ο δυτικός μηδενισμός.
Από αυτά τα συμπεράσματα προκύπτει μια «μεγάλη εικόνα». Στην Ελλάδα μεταναστευτικό και δημογραφικό οδηγούν μαθηματικά στην λιβανοποίηση της κοινωνίας. Αν τα πράγματα συνεχιστούν έτσι όπως τώρα κατά τις επόμενες δεκαετίες, η Ελλάδα του 2050 θα είναι μια κοινωνία πολιτισμικά και κοινωνικά κατακερματισμένη, όπου θα βασιλεύει ο φατριασμός και ο πόλεμος των πολιτισμών. Το να νομίζει κανείς ότι μπορεί να στηθεί δημοκρατία, κοινωνική προκοπή και δικαιοσύνη μέσα σε τέτοιο περιβάλλον, ισοδυναμεί με απόλυτη παράνοια.
Αντιστοίχως, από την μεγάλη εικόνα προκύπτουν και οι προσανατολισμοί στους οποίους μπορούμε να κινηθούμε ως κοινωνία:
Πρώτον. Προϋπόθεση για οποιαδήποτε μεταναστευτική πολιτική είναι η ανάσχεση των μεταναστευτικών ρευμάτων. Γιατί η επισώρευσή τους εγκαθιδρύει στην ελληνική κοινωνία εστίες απόλυτης προσωρινότητας και χάους που υπονομεύουν οποιαδήποτε μεταναστευτική πολιτική. Άρα, οι πρόσφυγες θα πρέπει να προωθηθούν προς την Ευρώπη, ή να μεριμνήσει ο ΟΗΕ για την δημοκρατική κατανομή τους, τα δουλεμπορικά κυκλώματα θα πρέπει να παταχθούν, η Τουρκία που τους δίνει σχεδόν… κρατική κάλυψη (το ομολογούν οι ίδιοι οι Τούρκοι ακαδημαϊκοί πλέον) θα πρέπει να καταγγελθεί και να της επιβληθούν κυρώσεις. Στο ίδιο μήκος κύματος, οι παράνομοι μετανάστες θα πρέπει να επαναπροωθούνται στο πλαίσιο μιας συλλογικής πολιτικής κρατών που θα συνδυάζει επαναπατρισμούς και συγκεκριμένη αναπτυξιακή βοήθεια (όχι μόνο χρήματα, αλλά δημιουργία δομών).
Δεύτερον. Θα πρέπει να υπάρξει ολόκληρη πολιτική ενσωμάτωσης των μεταναστών που επιθυμούν να ταυτίσουν την μοίρα τους με την μοίρα της ελληνικής κοινωνίας. Πρέπει να θεσπιστεί υποχρεωτική εκμάθηση ελληνικών, που να αποτελεί και όχημα για την ένταξη των μεταναστών στην αγορά εργασίας. Επίσης, πρέπει να υπάρξει ένα αδιαπραγμάτευτο μίνιμουμ πολιτιστικής ομοιογένειας –τα κοινά συμφωνηθέντα υπονοούμενα του Σεφέρη. Και η διαφορετικότητα να εκδηλώνεται από εκεί και πέρα. Αυτό καταφανώς, έρχεται σε αντίθεση με τις μαζικότερες, και πιο ισχυρές σήμερα τάσεις του ισλαμισμού –εντούτοις θα πρέπει να αποφασίσουμε ως κοινωνία αν θα επιτρέψουμε να γυρίσουμε πίσω στην Τουρκοκρατία, όταν ένα μέρος των κατοίκων του ελληνικού χώρου είχε μονολιθική θρησκευτική συνείδηση. Ούτως ή άλλως, η κοινωνική συνύπαρξη και ο πολιτιστικός συγκρητισμός σφυρηλατείται μέσα από την όσμωση όμορων ή συγγενών ταυτοτήτων, εξ ίσου «ανοιχτών».
Τρίτον. Η ένταξη στην ελληνική αγορά εργασίας θα πρέπει να γίνει υπό έλεγχο, για να μην φτιάξουμε/επεκτείνουμε άτυπες ‘ειδικές οικονομικές ζώνες’, που δημιουργούν ένα ευρύτερο κλίμα συμπίεσης των μισθών προς τα κάτω, και εκτεταμένης προλεταριοποίησης. Γενικά, το κράτος πρέπει να καθοδηγήσει την ένταξη των μεταναστών, και να μην την εγκαταλείψει στην αόρατη χείρα της αγοράς. Οι μετανάστες θα πρέπει να διαχυθούν εντός του ελληνικού πληθυσμού, και να αποτραπεί η δημιουργία γκέτο και χωροταξικών διαχωρισμών. Το πάθημα του Αγίου Παντελεήμονα θα πρέπει απ’ όλες τις απόψεις να γίνει μάθημα στο ελληνικό κράτος. Προς το παρόν, βέβαια, ο ΣΥΡΙΖΑ διαπράττει τα ίδια λάθη που διέπραξε ως πολιτική δύναμη του 5% σε εκείνη την γειτονιά σε…. κυβερνητικό-πανεθνικό επίπεδο!
Τέταρτον. Προϋπόθεση για την επιτυχία μιας συνετής, δημοκρατικής μεταναστευτικής πολιτικής είναι η δημογραφική ανασυγκρότηση της χώρας, και η αναστροφή της φυγής των νεώτερων γενεών από την χώρα. Ειδάλλως, κάθε συζήτηση δεν έχει απολύτως καμία βάση. Ακόμα και το συνταξιοδοτικό, στο οποίο αρέσκεται να αναφέρεται αυτή η «αριστερά των δικαιωμάτων», δεν μπορεί να ‘σωθεί’ από τους μετανάστες όταν το κύριο κομμάτι της κοινωνίας φθίνει δημογραφικά και γερνάει ταχύτατα. Εκτός αν τα μεταναστευτικά ρεύματα έχουν γεωμετρική κλιμάκωση και γίνει εκτεταμένη υποκατάσταση των Ελλήνων εργαζόμενων από αλλοδαπούς ώστε να πάψει η φθίνουσα δημογραφία των Ελλήνων να επηρεάζει το όλο σύστημα. Τότε όμως δεν θα μιλάμε για χώρα, αλλά για χώρο.
Τέλος, πρέπει να έχουμε επίγνωση ότι όσοι σπεκουλάρουν πάνω στο μεταναστευτικό εξαπολύοντας ιερεμιάδες για τον ρατσισμό που θεριεύει ή θα θεριέψει αναφέρονται σε μια μόνο πτυχή ενός μέλλοντος που θα προκύψει πολύ γρήγορα αν δεν υπάρξει συστηματική, συνολική πολιτική. Αυτό που διακυβεύεται είναι η εισαγωγή των εκτεταμένων πολιτισμικών συγκρούσεων που σοβούν στην Μέση Ανατολή, την Κεντρική Ασία και την Αφρική, στην μικρή ελληνική κοινωνία, γεγονός που θα την συνθλίψει από κάθε άποψη. Το γεγονός ότι η «αριστερά των δικαιωμάτων» δεν αντιλαμβάνεται αυτό το πράγμα σημαίνει πολύ απλά ότι διακατέχεται από σχιζοφρένεια, με την κλινική κυριολεξία του όρου. Πουθενά αλλού δεν μπορεί να αποδοθεί τέτοια διάσταση απόψεων, εκεί που μια ολόκληρη χώρα να βιώνει ανθρωπιστική κρίση, η αρμόδια υπουργός να βλέπει… πρόσφυγες που λιάζονται στις πλατείες.

Σάββατο 18 Απριλίου 2015

Σύναξη τ.132: Ο Ν.Μπερδιάγεφ κατά του αντισημιτισμού


http://synaxi.gr/archive/tefxos_132.php

Ένα ακόμη ενδιαφέρον τεύχος, αφιερωμένο, στην "πίστη σήμερα". Ο Στέλιος Βιρβιδάκης γράφει με θέμα "Μορφές θρησκευτικής και κοσμικής πνευματικότητας" και ο Γεώργιος Μαντζαρίδης σε ένα ιδιαίτερο πυκνό και ουσιαστικό δοκίμιο με τον τίτλο "Αυτονομία και ετερονομία στην ηθική" συγκρίνει την έννοια της αυτονομίας στον Κάντ, στον Ε.Φρόμ, στον Κ.Καστοριάδη με την θέωση  καταλήγοντας ότι "δεν είναι αλλοτρίωση της φύσεως ή της υποστάσεως του ανθρώπου αλλά καταξίωση και ολοκλήρωσή του ως δημιουργήματος "κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν" του Θεού "(σελ. 66). Σημαντικό είναι το δοκίμιο του Ν. Μπερντιάγεφ "Χριστιανισμός και αντισημιτισμός", που μετάφρασε και σχολίασε ο Δημήτρης Μπαλτάς (σελ.77-94), το οποίο είναι απαραίτητο να διαβαστεί με μεγάλη προσοχή και να κυκλοφορήσει αυτόνομα. Ο σπουδαίος Ρώσος φιλόσοφος τεκμηριώνει  την διάσταση και την σύγκρουση ανάμεσα στον χριστιανισμό και στον αντισημιτισμό. Επισημαίνει  ότι σε μια εποχή άγριου εθνικισμού  και λατρείας της ωμής βίας, τέτοιου είδους ιδεολογίες θα πρέπει να καταδικαστούν ως αιρέσεις,  γεγονός που όσον αφορά την Ορθοδοξία έγινε ήδη από την Σύνοδο της ΚΠόλως το 1872. Τονίζει "εάν είναι οι Εβραίοι που απέρριψαν τον Χριστό, οι Εβραίοι είναι παρ' όλα αυτά και οι πρώτοι που τον ακολούθησαν. Ποιοί ήταν οι Απόστολοι, που αποτέλεσαν την πρώτη χριστιανική κοινότητα; Δεν είναι μέλη της φυλής των Εβραίων;"(σελ.88). Θεωρεί  μάλιστα  πως η "ιδέα της κοινωνικής δικαιοσύνης εισήχθη στην ανθρώπινη συνείδηση κυρίως από τον Ιουδαϊσμό. Οι αρχαίοι Εβραίοι προφήτες ήταν οι πρώτοι που απαίτησαν την αλήθεια και την ισότητα στις κοινωνικές σχέσεις, οι πρώτοι που ασπάστηκαν τον καλό σκοπό της βοήθειας προς τους ταπεινούς και τους καταφρονεμένους"(σελ.89). Ο Ν.Μπερντιάγεφ, ένας στοχαστής, που χαίρει μεγάλης εκτίμησης, ιδιαίτερα ανάμεσα στους χριστιανούς, μπορεί να πείσει ευρύτερα ότι μια ιδεολογία που επιδιώκει τον διωγμό των Εβραίων, εξαιτίας της καταγωγής τους, είναι σε βαθιά σύγκρουση  με τον Χριστιανισμό, ενώ δεν πρέπει η εύλογη κριτική σε κάποιες πρακτικές του ισραηλινού κράτους-όπως οι επιθέσεις σε αμάχους και ο αποκλεισμός της Γάζας-, να χρησιμοποιείται ως κάλυμμα μιας τέτοιου είδους απάνθρωπης ιδεολογίας.